Συνοριακοί έλεγχοι στη Γερμανία: Άλλο ένα πλήγμα στο κεκτημένο του Χώρου Σένγκεν
Από σήμερα 16 Σεπτεμβρίου, και για μια περίοδο τουλάχιστον έξι μηνών, η Γερμανία θα διευρύνει την εφαρμογή αυστηρότερων ελέγχων σε όλα τα χερσαία της σύνορά. Μια σειρά μέτρων για τη «μείωση της παράτυπης μετανάστευσης», όπως λέει η γερμανική κυβέρνηση, που είχαν ήδη τεθεί σε ισχύ στα σύνορα με Πολωνία, Ελβετία και Τσεχία, τώρα θα εφαρμόζονται πλέον και στα σύνορα με τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Δανία και το Λουξεμβούργο.
Μπορεί να μην ομολογείται ανοιχτά, όμως η απόφαση της κυβέρνησης συνασπισμού σοσιαλιστών, φιλελεύθερων και πρασίνων συμπίπτει ουσιαστικά με την εντυπωσιακή άνοδο της ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές σε δύο κρατίδια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και την ιστορική της νίκη στη Θουριγγία, ενώ έρχεται λίγο μετά και την πρόσφατη επίθεση με μαχαίρι του Σύρου τζιχαντιστή στο Σόλινγκεν, στα δυτικά της χώρας.
Όμως πλέον η επαναφορά των ελέγχων αρχίζει να γίνεται συνήθης τάση και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν άλλες επτά χώρες που έχουν θεσπίσει με τον έναν ή άλλο τρόπο συνοριακούς ελέγχους. Η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία και η Αυστρία κάνουν άμεση αναφορά στις μεταναστευτικές ροές ως αιτία για την προσωρινή κατάργηση της ελεύθερης κυκλοφορίας που καθιερώθηκε από τη συμφωνία του Σένγκεν, ενώ η Ουγγαρία έχει υιοθετήσει την πιο ριζοσπαστική στάση, με την κυβέρνηση του Βίκτορ Ορμπάν να απειλεί ότι θα πληρώσει τη μεταφορά με λεωφορείο στις Βρυξέλλες όλων των μεταναστών και προσφύγων που βρίσκονται στη χώρα του, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το πρόστιμο που επιβλήθηκε στη Βουδαπέστη για παραβίαση του δικαιώματος στο άσυλο.
Η Νορβηγία, η Δανία, η Σουηδία και η Σλοβενία «καμουφλάρουν» τους ελέγχους, επικαλούμενες γεωπολιτικούς κινδύνους που συνδέονται με τη ρωσική απειλή ή τον πόλεμο στη Γάζα.
Η Γερμανίδα υπουργός Εσωτερικών Νάνσι Φάζερ είπε ότι οι συνοριακοί έλεγχοι θα περιορίσουν τη μετανάστευση και θα προστατεύσουν από τους σοβαρούς κινδύνους που αντιπροσωπεύει η ισλαμιστική τρομοκρατία, όμως οι επικριτές των μέτρων τους καταγγέλλουν ως πολιτικά υποκινούμενους και, πιθανώς, σε μεγάλο βαθμό αναποτελεσματικούς.
Ο πρωθυπουργός της Πολωνίας, Ντόναλντ Τουσκ , ήταν ο πρώτος που επέκρινε ανοιχτά την απόφαση της Γερμανίας, χαρακτηρίζοντάς την «απαράδεκτη», απαιτώντας περισσότερη βοήθεια από το Βερολίνο για τη διασφάλιση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ παρά αυστηρότερους εσωτερικούς ελέγχους.
Στην αντιπέρα όχθη, οι ηγέτες της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς είναι μάλλον χαρούμενοι από την εξέλιξη. Ο Γκερτ Βίλντερς του Ολλανδικού Κόμματος Ελευθερίας είπε ότι η απόφαση του Βερολίνου είναι μια «υπέροχη ιδέα» και αναρωτήθηκε πότε θα ακολουθήσει η Ολλανδία.
Το κόμμα της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία επαίνεσε την απόφαση του Βερολίνου, ενώ στη Γαλλία, η Μαρίν Λεπέν αναρωτήθηκε επίσης «πότε θα ακολουθήσει η Γαλλία;», υπενθυμίζοντας ότι στις πρόσφατες εκλογές το κόμμα της είχε προτείνει ένα «διπλό σύστημα» εξωτερικών και εσωτερικών συνόρων.
Από την πλευρά της, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συνιστά ότι τα μέτρα αυτά θα πρέπει να λαμβάνονται όταν είναι απολύτως απαραίτητα και κατά τρόπο αναλογικό, όμως τα τελευταία χρόνια οι έλεγχοι έχουν πολλαπλασιαστεί. Η πρώτη φορά που εφαρμόστηκαν ήταν κατά τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης του 2015 και του 2016, ενώ μέχρι τότε εφαρμόζονταν στοχευμένα, κατά τη διάρκεια σημαντικών γεγονότων, όπως για παράδειγμα σύνοδοι ηγετών ή αθλητικές εκδηλώσεις παγκόσμιου βεληνεκούς.
Δεν είναι ακόμη σαφές ποιος θα είναι ο αντίκτυπος των αυξημένων συνοριακών ελέγχων. Το Βερολίνο έχει δεσμευτεί να «συντονιστεί στενά με τα γειτονικά κράτη… και να συγκρατήσει τις επιπτώσεις στην καθημερινή ζωή στις παραμεθόριες περιοχές όσο το δυνατόν χαμηλότερα», ενώ εκπρόσωποι βιομηχανιών πιστεύουν ότι οι αυστηρότεροι έλεγχοι δεν θα πρέπει να οδηγήσουν σε υπερβολικές οπισθοδρομήσεις και συνακόλουθες οικονομικές απώλειες.
Πηγές: Euronews, The Guardian