Πρόστιμα δισεκατομμυρίων από την ΕΕ σε Google και Apple για κατάχρηση θέσης και φορολογικές ελαφρύνσεις
Το ανώτατο δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επικύρωσε την απόφαση επιβολής προστίμου ύψους 2,4 δισ. ευρώ στην Google, με την κατηγορία της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Το πρόστιμο είχε επιβληθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή το 2017, όταν διαπιστώθηκε ότι η Google προωθούσε τη δική της υπηρεσία σύγκρισης τιμών εις βάρος των ανταγωνιστών της. Παρά τις προσφυγές της Google στα δικαστήρια της ΕΕ, η τελική απόφαση επικύρωσε το πρόστιμο.
Παράλληλα, η ΕΕ κέρδισε μια μεγάλη δικαστική διαμάχη κατά της Apple, που αφορά αναδρομικούς φόρους ύψους 13 δισ. ευρώ. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανέτρεψε προηγούμενη απόφαση που είχε ακυρώσει τις κατηγορίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η Apple είχε λάβει αθέμιτες φορολογικές ελαφρύνσεις από την ιρλανδική κυβέρνηση. Τώρα, η Apple υποχρεούται να επιστρέψει τα χρήματα.
Η απόφαση για την Apple είναι μέρος μιας ευρύτερης έρευνας της ΕΕ για τις πρακτικές φορολογικών ελαφρύνσεων που παρέχουν χώρες όπως η Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο σε μεγάλες πολυεθνικές. Σημαντικό κομμάτι της υπόθεσης επικεντρώνεται στον τρόπο φορολόγησης δύο μονάδων της Apple στην Ιρλανδία, οι οποίες χειρίζονταν πωλήσεις εκτός της Βόρειας Αμερικής.
Η απόφαση της ΕΕ κατά της Apple συνιστά μεγάλη νίκη για την επίτροπο Ανταγωνισμού, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, που έχει αντιμετωπίσει δυσκολίες σε παρόμοιες υποθέσεις. Εκτός από το πρόστιμο των 13 δισ. ευρώ, η Apple είχε επίσης επιβληθεί πρόστιμο 1,8 δισ. ευρώ για τις πρακτικές της στο app store και αντιμετωπίζει άλλες τρεις έρευνες για παραβίαση κανόνων ψηφιακού ανταγωνισμού.
Η Βεστάγκερ έχει επισημάνει ότι η Apple παρουσιάζει «θλιβερή εικόνα παράνομης συμπεριφοράς» και ότι η υπόθεση δείχνει πως η εταιρεία συνεισφέρει ελάχιστα σε φόρους. Η διαμάχη για τα φορολογικά της Apple ξεκίνησε το 2014, όταν η ΕΕ άρχισε να ερευνά τις φορολογικές της υποχρεώσεις στην Ιρλανδία. Το 2016, η Κομισιόν διέταξε την Ιρλανδία να ανακτήσει 13 δισ. ευρώ από την Apple. Η Ιρλανδία και η Apple προσέφυγαν στο δικαστήριο, το οποίο αρχικά αποφάνθηκε υπέρ τους το 2020, αλλά η Κομισιόν άσκησε έφεση και η υπόθεση κατέληξε στο ανώτατο δικαστήριο της ΕΕ.
Επεξήγηση
Η κατηγορία της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης αναφέρεται σε πρακτικές που υιοθετεί μια επιχείρηση η οποία κατέχει σημαντικό μερίδιο σε μια συγκεκριμένη αγορά, εκμεταλλευόμενη τη δύναμη που της προσφέρει αυτή η θέση για να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Η δεσπόζουσα θέση δεν είναι από μόνη της παράνομη, αλλά η κατάχρησή της μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση της αγοράς και σε βλάβη των καταναλωτών ή άλλων επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με το άρθρο 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης μπορεί να περιλαμβάνει πρακτικές όπως:
- Επιβολή άδικων τιμών ή όρων συναλλαγής: Μια επιχείρηση μπορεί να εκμεταλλεύεται τη θέση της για να χρεώνει υπερβολικά υψηλές τιμές ή να επιβάλλει καταχρηστικούς όρους στους πελάτες ή στους προμηθευτές της.
- Περιορισμός παραγωγής, διανομής ή τεχνολογικής ανάπτυξης: Μια επιχείρηση μπορεί να περιορίζει την παραγωγή αγαθών ή υπηρεσιών, τη διανομή τους ή την ανάπτυξη νέων τεχνολογιών για να αποκλείσει ή να περιορίσει τον ανταγωνισμό.
- Επιβολή αποκλειστικών συμφωνιών: Η επιχείρηση μπορεί να επιβάλει όρους που απαγορεύουν σε προμηθευτές ή πελάτες να συνεργάζονται με ανταγωνιστές της, καθιστώντας δυσκολότερη την είσοδο νέων παικτών στην αγορά.
- Επιβολή άνισων όρων σε ισοδύναμες συναλλαγές: Η επιχείρηση μπορεί να χορηγεί αδικαιολόγητα προνομιακή μεταχείριση σε ορισμένους εμπορικούς εταίρους εις βάρος άλλων.
- Αρνηση πρόσβασης σε βασικές υποδομές ή υπηρεσίες: Εάν μια επιχείρηση ελέγχει κρίσιμες υποδομές, όπως δίκτυα ή τεχνολογίες, μπορεί να αρνηθεί την πρόσβαση σε ανταγωνιστές, περιορίζοντας τη δυνατότητά τους να λειτουργήσουν στην αγορά.
Η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης αποτελεί παραβίαση των αντιμονοπωλιακών κανόνων της ΕΕ και άλλων χωρών και μπορεί να επιφέρει βαριά πρόστιμα και κυρώσεις για την επιχείρηση που την διαπράττει.