Νέα Μάκρη: Η ίδρυση της περιοχής που έπληξε η πυρκαγιά στη ΒΑ Αττική από Μικρασιάτες πρόσφυγες πριν από 100 χρόνια

 Νέα Μάκρη: Η ίδρυση της περιοχής που έπληξε η πυρκαγιά στη ΒΑ Αττική από Μικρασιάτες πρόσφυγες πριν από 100 χρόνια

Περιοχή που δοκιμάστηκε από την πρόσφατη πυρκαγιά, αλλά και από άλλες στο παρελθόν, η Νέα Μάκρη, ιδρύθηκε από ανθρώπους που γλίτωσαν από μία άλλη «φωτιά», αυτή του πολέμου στα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής. Ας θυμηθούμε βασικά σημεία της ιστορίας της περιοχής.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι οι πρόσφυγες βρήκαν τότε στην περιοχή μερικές οικογένειες Σαρακατσάνων κτηνοτρόφων με τους οποίους απέκτησαν αμέσως άριστες σχέσεις ενώ οι σχέσεις με τους κατοίκους του γειτονικού οικισμού του Μαραθώνα ήταν για πολλές δεκαετίες πολύ εχθρικές, όπως και σε άλλες περιοχές της χώρας στα πρώτα χρόνια της εγκατάστασης των προσφύγων, όπου μέρος των γηγενών δεν τους δέχτηκε με θετικό τρόπο.

Μετά τα πρώτα βήματα έρχεται σε όλες αυτές τις περιοχές που έγιναν οι νέες πατρίδες των ξεριζωμένων και η θεσμική τους συγκρότηση, έτσι η Νέα Μάκρη ιδρύθηκε το 1924, από τον Αντώνιο Τζιζή.

Όπως αναφέρει ο Δήμος Μαραθώνος: «Η Νέα Μάκρη δεσπόζει πανέμορφη στην Βορειοανατολική πλευρά της Αττικής. Ιδρύθηκε το 1924, όταν έφθασαν οι πρώτοι κάτοικοί της, πρόσφυγες από τα παράλια της Λυκίας της Μικράς Ασίας από τις ιωνικές κωμοπόλεις Μάκρη και Λιβίσι.

Παρουσιάζει ένα εξαιρετικό τοπίο, ξεχωριστό, αφού η φύση την προίκισε απλόχερα με το πράσινο του δάσους και το γαλάζιο της θάλασσας. Συνορεύει βόρεια με τον Μαραθώνα, νότια με τη Ραφήνα, δυτικά με τον ορεινό όγκο του Πεντελικού ενώ βρέχεται ανατολικά από το Νότιο Ευβοϊκό σε μήκος ακτών 10 χλμ. περίπου».

Ως προς το ιστορικό σκέλος ο Δήμος καταγράφει ότι: «Η Νέα Μάκρη υπήρξε το λιμάνι υποδοχής ενός μικρού μέρους του μεγάλου προσφυγικού κύματος που συντάραξε τη νεότερη ελληνική ιστορία κατά τα έτη 1922 – 23. Εντελώς τυχαία επελέγη ο συγκεκριμένος χώρος.

Την εποχή εκείνη η περιοχή αυτή ήταν ένας τόπος ελώδης, ακατοίκητος, χωρίς ενδείξεις ότι θα μπορούσε να φιλοξενήσει ανθρώπους, ζωή και δράση. Το τέλος Αυγούστου του 1922 βρίσκει τις μεγάλες ελληνικές πόλεις της Ιωνίας ζωσμένες στις φλόγες. Το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο. Οι ελληνικές σημαίες υποστέλλονται και το κουράγιο του Ελληνισμού δοκιμάζεται. Τον τραγικό Ιούλιο του ʼ23 υπογράφεται η συνθήκη της Λωζάνης που ρυθμίζει θέματα διεθνούς αλλά και ελληνοτουρκικού ενδιαφέροντος, όπως τα σύνορα των δύο κρατών Ελλάδας και Τουρκίας, τις μειονότητες, αλλά και την ανταλλαγή των πληθυσμών.

Και είναι αυτή η ανταλλαγή που υποχρέωσε περισσότερους από 1,5 εκατομμύριο Έλληνες να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, το βιός τους, τη γη όπου ζούσαν αυτοί, οι γονείς τους και οι γονείς των γονιών τους περισσότερα από 2.500 χρόνια και ξεριζωμένοι να πάρουν το δρόμο της προσφυγιάς.

Μια μεγάλη συντροφιά ανθρώπων – μέλη 90 τόσων οικογενειών από τις ιωνικές κωμοπόλεις Μάκρη και Λιβίσι – απαγκιάζουν ένα μουντό και κρύο πρωινό του Νοέμβρη του 1923 εδώ, στα βράχια της Ξυλοκέριζας στην Αττική, δαρμένοι από τον πόνο και την αναποδιά της ζωής, οπλισμένοι όμως με ελπίδα και ατσάλινο θάρρος για ένα καλύτερο αύριο. Δεν τους επέτρεψαν να φέρουν τίποτε μαζί τους. Μόνο λίγα ρούχα και θέληση για ζωή.

Στη γη αυτή που σήμερα πατάμε, ζούμε και απολαμβάνουμε δεν βρισκόταν παρά ένας δασωμένος και άγονος αγριότοπος με σχίνα, πουρνάρια και πεύκα και δίπλα ένας βαλτότοπος με βούρλα, βδέλλες, νερόφιδα και κουνούπια. Μόνοι κάτοικοι, 10 οικογένειες βοσκών με τα κονάκια τους στο Γεροτσακούλι (τη σημερινή Αγία Μαρίνα) και άλλες τόσες στη Ραπεντώσα (τη σημερινή Ανατολή).

Οι ξεριζωμένοι πρόσφυγες εγκαθίστανται προσωρινά και μέχρι να ετοιμαστούν τα πλινθόκτιστα σπίτια του συνοικισμού, σε μερικά ετοιμόρροπα κελιά του μοναστηριού της Αγίας Παρασκευής στο Μετόχι, άλλοι στη Χάνα, το παλιό Λιοτρίβι, άλλοι σε μιαν αποθήκη στην Ανατολή και οι υπόλοιπες οικογένειες σε στρατιωτικές σκηνές γύρω από το ναό του Αγίου Κωνσταντίνου.

Το χτίσιμο των σπιτιών άρχισε την άνοιξη του 1924 και συνεχίστηκε μέχρι το 1927. Τα σπίτια διανεμήθηκαν με κλήρο. Μόλις ολοκληρωνόταν ένα, οι κληρούχοι μετακόμιζαν σε αυτό. Το νερό το κατέβασαν από το μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής και η πρώτη βρύση φτιάχτηκε κάτω από το μεγάλο πεύκο της κεντρικής πλατείας.

Η ζωή άρχισε να κυλάει. Το ξεχέρσωμα του δάσους ήταν εξαντλητικό για τους νοικοκυραίους επαγγελματίες και εμπόρους πρόσφυγες, που ίσως οι περισσότεροι, για πρώτη φορά έπιαναν τσάπα στα χέρια τους. Και η ελονοσία θέριζε γέρους και παιδιά χωρίς γιατρό, χωρίς περίθαλψη μέχρι το 1934, οπότε έγιναν τα αποξηραντικά έργα στην περιοχή από το ίδρυμα Ροκφέλερ. Όμως το μικρασιατικό πείσμα και φιλότιμο νικούν. Οι νεοφερμένοι ανοίγουν πηγάδια, αρχίζουν καλλιέργειες, πωλούν τα κηπευτικά τους φθάνοντας μέχρι τα Μεσόγεια και την Κηφισιά. Και προοδεύουν».

Σε συνέντεξη που μας είχε παραχωρήσει η Πρόεδρος του Εκπολιτιστικού Συλλόγου Μακρηνών-Λιβισιανών Ν. Μάκρης ΑττικήςΔέσποινα Μ. Δαμιανού, τόνιζε μεταξύ άλλων: «Οι πρόσφυγες από τη Μάκρη και το Λιβίσι ενώ στην συντριπτική τους πλειονότητα ήταν τεχνίτες (υποδηματοποιοί, καλαϊτζήδες, ξυλουργοί, χτίστες), στη Ν Μάκρη αναγκάστηκαν να ασχοληθούν με τη γη κι έγιναν οι περισσότεροι γεωργοί. Με την πάροδο του χρόνου διαμορφώθηκε η τοπική οικονομία και οι πρόσφυγες ασχολήθηκαν με την ανοικοδόμηση κατοικιών και το εμπόριο. Από τη δεκαετία ’50 η Ν Μάκρη αναδεικνύεται ως τόπος παραθερισμού».

 

Related post