Θεσσαλονίκη: Το κουτσουρεμένο αστικό πράσινο και οι παραποτάμιοι «εισβολείς»
Κουτσουρεμένα, χωρίς την πλούσια κόμη τους και χωρίς ποικιλία ως προς τα είδη, είναι η εικόνα που παρουσιάζουν τα ξενικά δένδρα και θάμνοι που επιλέγονται για φύτευση στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα το αστικό πράσινο να είναι υποβαθμισμένο. Επιπλέον, μάστιγα αποτελούν τα χωροκατακτητικά και εισβλητικά ξενικά είδη, όπως το Amorpha fruticosa, που έχει «πνίξει» τα παραποτάμια δάση του Νέστου και του Εβρου, δημιουργώντας προβλήματα και εκτοπίζοντας τα ιθαγενή είδη πανίδας και χλωρίδας.
Τα παραπάνω συμπεράσματα περιλαμβάνονται στην ηλεκτρονική έκδοση ακαδημαϊκού συγγράμματος, που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με τίτλο «Ξενικά δένδρα και θάμνοι στην Ελλάδα» του αναπληρωτή καθηγητή Δασικής Βοτανικής στο Τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης, Γιώργου Κοράκη.
«Χαρακτηριστικό που πρέπει να αναφερθεί και αφορά τα ξενικά δένδρα είναι η εξαιρετική σπανιότητα των ώριμης ηλικίας ατόμων, τα οποία έχουν φυτευτεί και χρησιμοποιούνται είτε ως αστικό πράσινο σε δημόσιους χώρους, είτε ως καλλωπιστικά σε ιδιωτικούς κήπους. Δυστυχώς, για τα περισσότερα δενδρώδη είδη, η εικόνα ενός ώριμου ατόμου με κανονική μορφή και πλήρη ανάπτυξη και κόμη φυσική, ανεπηρέαστη από κλαδεύσεις, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να βρεθεί. Το μέγεθος του συγκεκριμένου προβλήματος γίνεται εύκολα αντιληπτό, όταν γίνεται σύγκριση με την εικόνα των δένδρων του αστικού πρασίνου (πάρκων και δενδροστοιχιών) σε άλλες χώρες των Βαλκανίων καθώς και της υπόλοιπης Ευρώπης», σημειώνει χαρακτηριστικά στο σύγγραμμά του ο κ. Κοράκης.
Σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/ Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο κ. Κοράκης, απαντώντας σε ερώτηση για τον λόγο που επιλέγονται ξενικά είδη στη διαμόρφωση κυρίως του αστικού περιβάλλοντος, κάνει λόγο για διαφορετικές στοχεύσεις. «Δηλαδή, τα ξενικά είδη μπορεί να είναι πιο ταχυαυξή, να μας δώσουν πιο γρήγορα αποτέλεσμα απ’ ό,τι τα ιθαγενή, εφόσον θέλουμε να κάνουμε -για παράδειγμα- έναν κήπο για να σκιάσουμε ή να επιλέξουμε ταχυαυξή για να παράγουμε ξυλεία. Υπάρχει όμως η τάση να υιοθετούμε κάτι χωρίς να γνωρίζουμε, αν ταιριάζει στο περιβάλλον μας και αν θα καλύψει τις ανάγκες μας».
Όσον αφορά τα ξενικά καλλωπιστικά, ο αναπληρωτής καθηγητής μιλάει για «μόδες» καθώς πολλοί υιοθετούν ένα είδος που βλέπουν στον γείτονά τους, όπως η τούγια ή το αμερικάνικο σφενδάμι, με αποτέλεσμα 2-3 ξενικά είδη να χρησιμοποιούνται κατά κόρον. «Αυτό δεν είναι τόσο κακό εφόσον εκπληρώνουν τον σκοπό τους, δηλαδή αν θέλουμε για παράδειγμα ένα δέντρο για να κάνει ένα φράκτη, αλλά από την άλλη πρέπει να μάθουμε ότι και πολλά ιθαγενή είδη είναι διαθέσιμα. Το θέμα είναι ποιος αποφασίζει και αν λαμβάνονται αποφάσεις με γνώση και ορθολογισμό ή τυχαία και πολλές φορές, ίσως εκ του πονηρού, αν υπάρχουν ενδιάμεσοι που φροντίζουν να μας προμηθεύσουν κάποια είδη».
Τα φυτώρια πάντως, σύμφωνα με τον κ.Κοράκη, δεν πάνε μπροστά φτιάχνοντας τάσεις αλλά μάλλον ακολουθούν τη ζήτηση, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορούν να δημιουργήσουν και ζήτηση εισάγοντας νέα είδη φυτών. «Το χαρακτηριστικό που συμβαίνει στην Ελλάδα είναι ότι επιλέγουμε πολύ επιφανειακά, χωρίς γνώση. Ας πούμε, οι ξενικοί φοίνικες που υπάρχουν παντού, έχουν πρόβλημα νέκρωσης, ενώ θα μπορούσαμε στη θέση τους να είχαμε φυτεύσει ιθαγενή ανθεκτικά είδη, π.χ. ελιές».
Αστικό πράσινο και «κουρεμένες» κόμες
Γιατί κουτσουρεύονται όμως οι πλούσιες κόμες των δέντρων στον αστικό ιστό; Αυτό, σύμφωνα με τον καθηγητή, είναι μια ερώτηση που πρέπει να γίνει στους δήμους και τις υπηρεσίες πρασίνου καθώς ο ίδιος θεωρεί ότι πρόκειται για πρακτική που στερείται κάθε λογικής και είναι αντιεπιστημονική καθώς εξασθενεί τα δέντρα και γίνεται η αιτία να αρρωστήσουν και να νεκρωθούν. «Υπάρχει μεγάλη κατακραυγή από τους κατοίκους, που χάνουν τις επιδράσεις του αστικού πρασίνου, αφού, από τη στιγμή που τα δέντρα δεν έχουν κόμη, δεν μεγαλώνουν για να μας δώσουν τις κοινωφελείς τους επιδράσεις, έχουμε μόνο κατ’ ευφημισμό δενδροστοιχίες ή πράσινο στα πάρκα και τις πλατείες, όπου βλέπουμε μεμονωμένους κορμούς μετά τις καρατομήσεις που γίνονται».
Μοναδική βιοκλιματική ποικιλομορφία στην Ελλάδα
Σημαντικό μέρος των φυτικών ειδών που έχουν καταγραφεί στην Ελλάδα είναι ξενικής προέλευσης, δηλαδή φυτά που δεν ανήκουν στην αυτόχθονη (ιθαγενή) χλωρίδα. Αν και εξωτικά, πολλά από τα φυτά αυτά είναι ιδιαίτερα κοινά και κάποια αποτελούν οικεία και καθημερινή εικόνα ακόμα και για όσους ζουν ή εργάζονται μέσα στο έντονα δομημένο περιβάλλον των μεγαλουπόλεων. Στις περισσότερες περιπτώσεις, αναφέρεται στο σχετικό σύγγραμμα, δεν επεκτάθηκαν με φυσικό τρόπο, αλλά μεταφέρθηκαν είτε εκούσια, είτε ακούσια από τον άνθρωπο.
«Αν αξίζει να γίνει ένα σχόλιο μετά την ολοκλήρωση της συγγραφής, αυτό είναι ότι επιβεβαιώνεται για μία ακόμα φορά το δεδομένο της μοναδικής βιοκλιματικής πολυμορφίας του ελληνικού χώρου. Στην περίπτωση της χλωρίδας ξενικής προέλευσης, το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζεται στη μεγάλη ποικιλία των ειδών που μπορούν να αναπτυχθούν και να ευδοκιμήσουν σε υπαίθριο περιβάλλον», σημειώνει ο κ. Κοράκης.
Εξηγεί, δε, πως η μοναδικότητα στη βιοκλιματική ποικιλομορφία έγκειται στο γεγονός ότι η Ελλάδα είναι χώρα που έχει το προνόμιο, μέσα σε μια μικρή σχετικά έκταση, να εμφανίζει χαρακτηριστικά κλιμάτων και βιοτόπων που ποικίλουν πάρα πολύ. «Υπάρχει ένα μεγάλο εύρος περιβαλλόντων για τη χλωρίδα και την πανίδα, από τα μεσογειακά θερμά περιβάλλοντα, τα υποτροπικά που εμφανίζονται στη νότια Ελλάδα, μέχρι και τα ευρωπαϊκά -ακόμη και βορείου τύπου- περιβάλλοντα, που είναι σε ορεινές περιοχές στη βόρεια Ελλάδα», εξηγεί.
Μεγάλο πρόβλημα οι παραποτάμιοι «εισβολείς»
Τα χωροκατακτητικά και εισβλητικά είδη χλωρίδας διαταράσσουν τη βιοποικιλότητα και επηρεάζουν αρνητικά τα οικοσυστήματα, κυρίως σε υγρές θέσεις που τις προτιμούν, καθώς αναπτύσσονται ταχύτερα και περισσότερο από τα ιθαγενή, οπότε τα εξωθούν και τα καταπιέζουν.
Για τον κ. Κοράκη, η μεγαλύτερη απειλή από ξενικό χωροκατακτητικό ξυλώδες φυτό που έχει καταγραφεί τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, προέρχεται από τον ψυχανθή θάμνο Amorpha fruticosa. Πρόκειται για έναν αμερικανικό, ιδιαίτερα δυναμικό εισβολέα των υδροχαρών δασών. Έχει εξαπλωθεί κατά μήκος των μεγάλων ποταμών στη βόρεια Ελλάδα, όπου εισβάλει στα παραποτάμια δάση και δημιουργεί εκτεταμένες πυκνές, αμιγείς συστάδες. Οι συνθήκες που δημιουργούνται στις αδιαπέραστες συστάδες που σχηματίζει η A.fruticosa παρεμποδίζουν την ανάπτυξη των νέων φυταρίων ιθαγενών δένδρων, με αποτέλεσμα την αδυναμία αναγέννησης των παραποτάμιων δασών. Η ταχεία επέκταση του είδους και οι επιπτώσεις της έχουν επιφέρει την ανάγκη εκπόνησης ερευνών σχετικά με τον έλεγχό του σε διεθνές επίπεδο. Στη χώρα μας εκπονούνται πιλοτικά προγράμματα από το Ινστιτούτο Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων, με δοκιμές διαχειριστικών μέτρων, που σκοπεύουν στον περιορισμό της εξάπλωσης της A.Fruticosa.
«Το συγκεκριμένο είδος ήρθε με φυσικό τρόπο, διά των ποτάμιων οδών και των κοιλάδων, από τα Βαλκάνια προς το νότο και κατεβαίνει σιγά σιγά στην Ελλάδα. Έχει ήδη κάνει μεγάλη ζημιά στα παραποτάμια δάση, στον Εβρο και το Νέστο, ίσως και στον Στρυμόνα, γιατί είναι ένα πάρα πολύ δυναμικό είδος, που αλλοιώνει τη φυτοκοινότητα και προκαλεί προβλήματα στην πανίδα. Δημιουργεί μια πυκνή κατάσταση, που μπορεί να την παρομοιάσει κάποιος με ζούγκλα, δηλαδή μια έκταση μεγάλη, με ένα είδος, κατά μήκος του ποταμού, όπου από κάτω, επειδή δεν αφήνει να περάσει το φως και ο ανταγωνισμός είναι ισχυρός, δεν επιτρέπει σε τίποτε άλλο να φυτρώσει».
Σύμφωνα μάλιστα με τον κ. Κοράκη, η κατάσταση χειροτέρεψε μετά τις υλοτομίες που έγιναν από τον Στρατό τα τελευταία χρόνια κατά μήκος του Έβρου για καλύτερη ορατότητα της μεθορίου ζώνης. Υλοτομήθηκαν τότε όλα τα παραποτάμια δένδρα -λεύκες, ιτιές, σκλήθρα- γεγονός που εκτιμά ότι, μεσομακροπρόθεσμα, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις γιατί απομακρύνθηκαν τα είδη που ήταν ανταγωνιστικά του εισβολέα, αφήνοντάς του χώρο, με συνέπεια την πυκνή του εξάπλωση, που δυσχεραίνει και το ελεύθερο πεδίο που θέλει ο Στρατός, όπως λέει.