Εικόνες, χρώματα κι αρώματα Καΐρου στην παρουσίαση της Γέφυρας των Λεμονιών από τον Κώστα Φέρρη
Στην ιστορική ταβέρνα Τομπουρλίκα, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, χθες το βράδυ, η μυρωδιά από το ψητό λουκάνικο που τσιτσίριζε στο τηγάνι έσμιξε με τ’ αρώματα από τη μολοχία και τα φούλια, η υγρασία του Θερμαϊκού «αναμετρήθηκε» μ’ εκείνη του Νείλου, ο πυροκόκκινος ουρανός που απλώνεται ενίοτε ως άλλο πέπλο πάνω από τη Θεσσαλονίκη και ο βαρδάρης που φυσά παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά του έδωσαν τη θέση τους στα πολύχρωμα ηλιοβασιλέματα και τα χαμσίνια του Καΐρου. Κι ο ήχος από τα ρεμπέτικα που έφτανε στ’ αυτιά των θαμώνων σώπασε προς στιγμήν για ν’ ακουστεί όσο πιο δυνατά και καθαρά γίνεται η ιστορία δύο ιερειών στον χώρο του αραβικού τραγουδιού, της θρυλικής Ουμ Καλσούμ αλλά και της πρόωρα χαμένης Ασμαχάν.
Όλα αυτά χάρη στη γλαφυρή αφήγηση – κατάθεση ψυχής από τον σκηνοθέτη, θεατρικό συγγραφέα, σεναριογράφο και θεωρητικό του κινηματογράφου Κώστα Φέρρη, για την πόλη που τον «γέννησε», κατά την παρουσίαση του βιβλίου που ο ίδιος συνέγραψε με τη συγγραφέα και μεταφράστρια λογοτεχνίας Πέρσα Κουμούτση (Αιγυπτιώτισσα και η ίδια) μεταφέροντας στιγμές από τη ζωή του στη χώρα του Νείλου, την ξακουστή «ουμ ελ ντούνια».
Η Γέφυρα των Λεμονιών είναι ο τίτλος του βιβλίου που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ποταμός. Η γέφυρα των λεμονιών (κούμπρι ελ λεμούν στα αραβικά) είναι και το όνομα της σιδερένιας γέφυρας που περνάει πάνω από τα τρένα του Κεντρικού Σταθμού του Καΐρου (Μπαμπ ελ Χαντίντ), για να συνδέσει το κέντρο της πόλης με τη Σούμπρα, τη φτωχογειτονιά της αιγυπτιακής πρωτεύουσας με το δικό της ξεχωριστό χρώμα. Εκεί γεννιέται και μεγαλώνει ο Τάκης, χαϊδευτικό όνομα του συγγραφέα, ο οποίος αυτοβιογραφείται μυθοπλαστικά σε αυτή τη νουβέλα.
Εικόνες από «έναν κόσμο παραμυθένιο μα συνάμα πραγματικό» μετέφερε σε όλους όσοι βρέθηκαν στη χθεσινοβραδινή παρουσίαση ο Κώστας Φέρρης ενεργοποιώντας και τις πέντε μας αισθήσεις: με τις αναφορές στην ξακουστή Όπερα του Καΐρου και τα φημισμένα «αηδόνια» του αραβικού κόσμου, στα φαγητά -απλά στη βάση τους αλλά ικανά ν’ απογειώσουν και τον πιο απαιτητικό ουρανίσκο, στον μαγικό πολύχρωμο καμβά του ουρανού που σκέπει την πόλη του Καΐρου και στον τρομερό δυτικό άνεμο, ο οποίος μεταφέρει σύννεφα άμμου και «μαυρίζει» την πόλη. Αλλά και στον διάχυτο ερωτισμό της αιγυπτιακής πρωτεύουσας που μπορεί να μην έφτανε στην πραγμάτωση τα χρόνια εκείνα και να έμενε συχνά ανικανοποίητος, ωστόσο διαπερνούσε το «σώμα» της απ’ άκρο σ’ άκρο.
Στις σελίδες της Γέφυρας των Λεμονιών ο Φέρρης «έκλεισε» τα χρόνια του πολέμου, που τ’ αδέλφια και ο πατέρας του υπηρετούν στον αγγλικό στρατό, την αγαπημένη του Αμπέτειο, στους αποφοίτους της οποίας ανά την υφήλιο αφιερώνει την αυτοβιογραφική αυτή νουβέλα, αλλά και τις προσωπικές του περιπέτειες που συγχρονίζονται με την ιστορία της Αιγύπτου (1940-1957): την άνοδο του Νάσερ και την εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ. Στη χθεσινοβραδινή παρουσίαση, ο Αιγυπτιώτης Φέρρης μοιράστηκε προσωπικές, οικογενειακές στιγμές κινούμενος σε όλο το φάσμα της χαρμολύπης: από τον Μπούα, το περιστέρι που έφυγε από το σπίτι λόγω …έρωτα, κάνοντας αλλού τη φωλιά του κι επέστρεψε μόνο για μια νύχτα, ενώ έξω μαινόταν το χαμσίνι κι έφυγε με το που καταλάγιασε, ώς τη στιγμή που έφτασε το τηλεγράφημα με την είδηση του θανάτου του πατέρα- «Τελεγκράμ για χαουάγκα, εύχομαι να ‘ναι καλά τα νέα» μουρμούρισε ο ταχυδρόμος δίνοντάς του το χαρτί που έγραφε: «Πατέρας απεβίωσε, στοπ. Κηδεία αύριο, στην Αλεξάνδρεια. Θεία και νονά Κρυστάλλα».
Σε όλη αυτή την πορεία, ο Τάκης ονειρεύεται την Ελλάδα, την πατρίδα με τις ανοιχτές θάλασσες, όπως τού την περιέγραφε ο πατέρας του. Άλλωστε, όπως έλεγε και ο Θωμάς Κοροβίνης, ο Τάκης πάντα προσέβλεπε στη «μάνα Ελλάς» και στο σινεμά. Και μπορεί να εκπλήρωσε τον έρωτά του και για τα δύο αλλά στην Αίγυπτο άφησε ένα κομμάτι της ψυχής του…
Αξίζει να σημειωθεί η ιδιαίτερη αναφορά του Θωμά Κοροβίνη στην Πέρσα Κουμούτση και στον τρόπο που μεταφέρει στο χαρτί τα βιώματα του Τάκη. «Η Πέρσα κατορθώνει κάτι σπουδαίο. Δεν πείραξε το άρωμα των πραγμάτων. Άφησε τη γλώσσα του Τάκη και τις εμπειρίες του Τάκη με τα “ ζουμιά”, με τα χρώματα της ζωής του. Αν το έκανε διαφορετικά θα γινόταν λόγιο ή κρύο»…
Πηγή: ΑΠΕ, Σοφία Παπαδοπούλου