Ο ρόλος των ΗΠΑ μετά την κλιμάκωση της έντασης στη Μέση Ανατολή – Εμπρηστής ή πυροσβέστης;
Οι πρώτες αντιδράσεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ στην πρωτόγνωρη επίθεση με πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη του Ιράν στο Ισραήλ περιείχαν ένα διπλό μήνυμα: Η Ουάσινγκτον επανέλαβε τη δέσμευσή της ότι στέκεται πάντα στο πλευρό του Ισραήλ, όμως παράλληλα απηύθυνε έκκληση στην κυβέρνηση Νετανιάχου να μην προβεί σε περαιτέρω ενέργειες που θα μπορούσαν να κλιμακώσουν στην περιοχή έναν ευρύτερο πόλεμο.
Στο επόμενο διάστημα θα φανεί αν αυτές οι δύο επιλογές είναι συμβατές ή αν οι προτεραιότητες των δύο κυβερνήσεων έχουν μπει σε τροχιά σύγκρουσης, σχολιάζουν διάφοροι αναλυτές.
Στο άμεσο μέλλον, η ιρανική επίθεση προσφέρεται για άλλοθι τόσο για το Ισραήλ όσο και για τους υποστηρικτές του στις Ηνωμένες Πολιτείες, αφού προσφέρει ανανεωμένη αιτιολόγηση για στρατιωτική υποστήριξη στο Ισραήλ, ενώ αποδυναμώνει τις έντονες αντιδράσεις σε όλον τον κόσμο για τις καταγγελλόμενες καταχρήσεις που έχουν διαπραχθεί στη Γάζα από τον περασμένο Οκτώβριο, ισχυρίζεται η Τρίτα Πάρσι, εκτελεστική αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου Quincy για μια Υπεύθυνη Πολιτεία, με έδρα στην Ουάσιγκτον.
Με δεδομένες τις πολιτικές και ιδεολογικές δεσμεύσεις των ΗΠΑ προς το Ισραήλ, η περιφρόνηση από τον Νετανιάχου στις εκκλήσεις της κυβέρνησης Μπάιντεν για αυτοσυγκράτηση θα μπορούσε τελικά να παρασύρει την Ουάσιγκτον σε έναν ευρύτερο πόλεμο. Αυτή τη στιγμή, ο πρόεδρος Μπάιντεν πρέπει να είναι πολύ πιο ξεκάθαρος και πολύ πιο αποφασιστικός στο να χαράξει μια κόκκινη γραμμή για το Ισραήλ και τον Νετανιάχου, ώστε να μην κλιμακωθεί ο πόλεμος στην περιοχή, κατέληξε η Πάρσι.
«Αληθινή Υπόσχεση»
Η επιχείρηση του περασμένου Σαββάτου «Αληθινή Υπόσχεση», όπως ονομάστηκε από την Τεχεράνη, με εκατοντάδες drones και πυραύλους να εκτοξεύονται προς το Ισραήλ ήταν η πρώτη φορά που το Ιράν επιτέθηκε απευθείας στο Ισραήλ και πραγματοποιήθηκε ως άμεση απάντηση σε ένα ισραηλινό χτύπημα πριν λίγες ημέρες στο ιρανικό προξενείο στη Δαμασκό της Συρίας, που σκότωσε οκτώ άτομα, συμπεριλαμβανομένων δύο Ιρανών στρατηγών, και καταδικάστηκε ευρέως για παραβίαση διπλωματικών κανόνων. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Βιέννης για τις διπλωματικές σχέσεις, οι πρεσβείες των χωρών θεωρούνται μέρος του κυρίαρχου εδάφους τους και κατά συνέπεια ο βομβαρδισμός της ιρανικής διπλωματικής αποστολής στη Συρία ισοδυναμούσε με επίθεση σε ιρανικό έδαφος.
Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι επιθέσεις της Τεχεράνης δεν αποτέλεσαν έκπληξη για όλους. Το Ιράν ισχυρίζεται ότι είχε ενημερώσει εκ των προτέρων τις αμερικάνικες αρχές για την επίθεση, όπως έκανε και με κάποιες γειτονικές χώρες (Ιορδανία, Ιράκ, Τουρκία), όμως η Ουάσινγκτον διαψεύδει κάθετα την πληροφορία. Το γεγονός όμως παραμένει ότι από τις εκατοντάδες εκτοξεύσεις πυραύλων και drones οι περισσότερες αναχαιτίστηκαν και έχουν αναφερθεί μόνο μικρές ζημιές. Η επίθεση επέτρεψε στην Τεχεράνη να πραγματοποιήσει αυτό που πολλοί θεωρούσαν ότι θα ήταν μια αναπόφευκτη απάντηση στο χτύπημα του Ισραήλ στο ιρανικό προξενείο της Δαμασκού. Όμως με αυτόν τον τρόπο, αδυνατίζει το ενδεχόμενο να προκύψει μια πιο αιφνιδιαστική επίθεση ή επίθεση από στρατιωτικές δυνάμεις «πληρεξουσίου» στην περιοχή, η οποία θα ήταν πολύ λιγότερο ελεγχόμενη, σημειώνει ο εκτελεστικός διευθυντής του Αραβικού Κέντρου, Καλίλ Τζαχσάν, επίσης με έδρα στην Ουάσινγκτον. «Πολλές πληροφορίες έχουν μοιραστεί μεταξύ της Τεχεράνης και της Ουάσινγκτον. Η επίθεση δεν ήταν έκπληξη… Είναι ένα είδος πολιτικού θεάτρου με άλλα μέσα» διαβεβαιώνει ο Τζαχσάν.
Μήνυμα αποκλιμάκωσης
Στον απόηχο της επίθεσης, η διπλωματική αποστολή του Ιράν στον ΟΗΕ γνωστοποίησε ότι δεν υπάρχουν περαιτέρω σχέδια για αντίποινα κατά του Ισραήλ και ότι το θέμα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κλείσει. «Ωστόσο, εάν το ισραηλινό καθεστώς κάνει ακόμη ένα λάθος, η απάντηση του Ιράν θα είναι πολύ πιο αυστηρή», προσθέτει η ιρανική ανακοίνωση, που προειδοποιεί επιπλέον τις ΗΠΑ να «μείνουν μακριά».
Από την πλευρά τους, κορυφαίοι αξιωματούχοι των ΗΠΑ διαβεβαιώνουν ότι η Ουάσιγκτον δεν θα υποστηρίξει μια επακόλουθη ισραηλινή επίθεση στο Ιράν. Όμως είναι γνωστό ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν συνεχίζει να παρέχει υλική και πολιτική υποστήριξη στο Ισραήλ εν μέσω του πολέμου στη Γάζα, παρόλο που αντιμετωπίζει αυξανόμενη εσωτερική πίεση να περιορίσει τη βοήθεια προς τα Τελ Αβίβ, εν μέσω αλλεπάλληλων καταγγελιών για παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από το Ισραήλ στον παλαιστινιακό θύλακα.
Η διοίκηση Μπάιντεν έχει επικριθεί επανειλημμένα ότι ασκεί κυρίως ρητορική πίεση στην ισραηλινή κυβέρνηση, αρνούμενη να προχωρήσει σε πρακτικά μέτρα περιορισμού της υλικής βοήθειας. Ωστόσο, το ισραηλινό χτύπημα της 1ης Απριλίου στη Γάζα που σκότωσε επτά εργαζόμενους στην ανθρωπιστική οργάνωση World Central Kitchen – συμπεριλαμβανομένων πολιτών των ΗΠΑ και των συμμάχων τους – οδήγησε την κυβέρνηση Μπάιντεν να υιοθετήσει μια πιο σκληρή στάση έναντι του Ισραήλ.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι ήταν ακριβώς τα αμερικανικά όπλα που επέτρεψαν τα ισραηλινά πλήγματα σε ολόκληρη την περιοχή, όμως αυτή η χρήση μπορεί να παραβιάζει τον νόμο περί ελέγχου των εξαγωγών οπλικών συστημάτων των ΗΠΑ, ο οποίος αναφέρει ότι τα αμερικανικά όπλα πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνο για νόμιμη αυτοάμυνα.
Ένας ανώτερος συνεργάτης του Ινστιτούτου Μέσης Ανατολής, ο Φίρας Μάκσαντ, επισημαίνει ότι «ειρωνικά, Ουάσιγκτον και Τεχεράνη είναι πιο κοντά στον στόχο τους, αφού και οι δύο δεν θέλουν κλιμάκωση για τους δικούς τους λόγους».
Η στάση του Ισραήλ
Όμως η κατάσταση όπως διαμορφώνεται αφήνει ξεκάθαρα την επόμενη κίνηση στα χέρια του Ισραήλ. Αν και επίσημα η κυβέρνηση του Τελ Αβίβ δεν ξεκαθαρίζει τις προθέσεις της, ορισμένα μέλη της κυβέρνησης έχουν ήδη ζητήσει μια σθεναρή απάντηση.
Ο Αντρέας Κριγκ, αναλυτής από τη Σχολή Σπουδών Ασφάλειας στο King’s College του Λονδίνου, αναπτύσσει μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή: η εσωτερική πολιτική κατάσταση στο Ισραήλ πιθανότατα θα καθορίσει το τι θα συμβεί στη συνέχεια. «Ο Νετανιάχου χρειάζεται επειγόντως ένα νικηφόρο αφήγημα, χρειάζεται επειγόντως να επιδείξει πυγμή στους ψηφοφόρους και αυτό τον κάνει τον πιο επιρρεπή υποψήφιο για περαιτέρω κλιμάκωση», υποστηρίζει ο Κριγκ, που στη συνέχει σχολιάζει ότι στην πραγματικότητα «δεν αφορά τα συμφέροντα ασφαλείας του Ισραήλ – πρόκειται για τη δική του πολιτική επιβίωση».
Ακόμη και πριν ξεκινήσει ο πόλεμος, ο Ισραηλινός πρωθυπουργός ήταν στόχος τακτικών —και μεγάλων— διαδηλώσεων εντός της χώρας, με πολλούς να ζητούν την παραίτησή του. Αρκετοί αναλυτές επισημαίνουν ότι ο πιο ασφαλής τρόπος για τον Νετανιάχου να παραμείνει στην εξουσία είναι να συνεχίζεται ο πόλεμος.
Πηγές: Al Jazeera, Reuters