«Δεν πιάνουν χώρο»: Οι μικρού μήκους ταινίες του 2023

 «Δεν πιάνουν χώρο»: Οι μικρού μήκους ταινίες του 2023

Το 2023 ήταν μια χρονιά με πολλές ταινίες μικρού μήκους που έκαναν την Ελλάδα να ξεχωρίσει στον φεστιβαλικό κόσμο. Από τις βραβεύσεις στη Δράμα, σύντομα θα φτάσουν οι περισσότερες και στα βραβεία ΙΡΙΣ ως προτάσεις.

Ξεχωρίζουμε μερικές και μοιραζόμαστε τη γνώμη μας.

Αερολίν

Το φάρμακο «Αερολίν», με την ιδιότητα του βρογχοδιασταλτικού και την κορτιζονούχα δράση του, επιτρέπει στον ασθματικό να έχει μια ικανοποιητική καθημερινότητα. Το κινηματογραφικό «αερολίν» υπόσχεται μια ιστορία αποδέσμευσης από τη δυσφορία που φέρουν τα παρεμφερή επαγγέλματα που ίσως χρειαστεί να κάνει ένας ηθοποιός για να επιβιώσει.

Η Σάντυ είναι yoga instructor σε ταράτσες για φιλοδωρήματα, διασκεδάστρια σε παιδικά πάρτυ, υποψήφια ηθοποιός αντιδράσεων σε διαφημιστικά, ερμηνεύτρια σε ερασιτεχνικής κοπής παράσταση· όλοι γύρω της με τα άγχη (οι συνάδελφοι της στο θέατρο), τις αγωνίες (η μαθήτρια της στη γυμναστική) και τις προτεραιότητές τους (οι γονείς στο πάρτυ). Τα στηρίγματά της ένα σωσμένο από τον κάδο σκουπιδιών πάντα και το φάρμακό της Αερολίν που χρησιμοποιεί πριν ξεκινήσουν την παράσταση.

Η ταινία παρουσιάζει φέτες ζωής μιας κοπέλας που αναγνωρίζει, ακόμα και τη στιγμή που θα πάρει την επιβράβευση, πως ο χώρος του θεάματος δεν είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα. Όλη η αλήθεια της αποτυπώνεται στη σκηνή του λεωφορείου που προβάρει τον ρόλο με την αχνή φωνή της.

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, όπως και το φάρμακο που χαρίζει τον τίτλο της ταινίας, είναι αυτή η υποκριτική ανάσα δροσιάς που με τη συγκρατημένη αισιοδοξία που εμποτίζει την ταινία με ένα υπόκωφο ερώτημα και σε κάνει να θες να παρακολουθήσεις την ανολοκλήρωτη θεματικά ιστορία της ταινίας του Αλέξη Κουκιά – Παντελή.

Αριζόνες

Με μια κάποια αυτοκτονική πρόθεση μας συστήνεται ο κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας, καθώς το δράμα του θα αποσυμπιέζεται σε μια κυκλικής δομής ολοκλήρωση. Μετά από χρόνια στη Σκωτία, ο Δημήτρης επιστρέφει στο χωριό του παππού του που έχει φύγει από τη ζωή πολύ καιρό. Αλλάζοντας αυτοσχέδιους επιδέσμους και λευκοπλάστες που αγοράζει από την τοπική επιχείρηση, θα συναντήσει παλιούς γνώριμους και μασκοφόρους που επισκέπτονται την παρέλαση. Το βλέμμα του ακολουθεί ένα πρόσωπο στην παρέλαση.

Με το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του» στη διαπασών να διαδέχεται μια υποτιθέμενη προπόνηση που καταλήγει σε επιθετικό εκφοβισμό, ο Γιώργος Ηλιόπουλος θέλει να εκφράσει -και να αποσιωπήσει- όλα όσα ο θεατής θα καταλάβει για το παρελθόν του κεντρικού του ήρωα. Ερευνώντας τα αφηγηματικά μονοπάτια, αφήνει τις εικόνες να πλατιάζουν άλλοτε υπέρ και άλλοτε κατά της δραματουργίας.

Αθήνα, Αγάπη μου

«Κάθε φορά που βρίσκομαι εδώ αναρωτιέμαι ποια είναι η σωστή απόφαση […] για να δω τι έχει μείνει». Με αυτή τη φράση ο Δημήτρης Κεχρής κάνει μια ιστορική καταγραφή μιας πόλης που, όπως μας λέει, παρουσιάζει τη μεγέθυνση των γεγονότων που τον απασχολούν. Πλάνα χωρίς κοινή αισθητική ντύνουν τον λόγο αυτού του -προς χάρην κατηγοριοποίησης- πειραματικού ντοκιμαντέρ (που ξεχειλίζει από dissolve εικόνας), το οποίο στηρίζεται στην αντίστιξη εικόνας και ήχου. Οι καθοδηγούμενες από την αφήγηση εικόνες, όμως, στερούν την ποίηση της εικόνας από τη δημιουργία, ίσως για να εξαναγκάσουν τον θεατή να ακούσει τον ήχο ως αφήγηση.

Τί ρόλο θα είχε στην πόλη ένα άγαλμα που θα υπενθύμιζε την αποχή της πολιτείας στη δημοκρατία; Τι αποτύπωμα αφήνουν τα μη εξουσιοδοτημένα γκραφίτι με πολιτικό μήνυμα;

Το προσωπικό βίωμα ενσωματώνεται στην κυρίαρχη αφήγηση. «Αυτό δεν είναι ένα ντοκιμαντέρ» λέει επαναλαμβάνοντας την αρχική του θέση. Οι ρωγμές της μνήμης και της πόλης, από την κατοχή μέχρι και τα Δεκεμβριανά, σβησμένες στην ίδια την πόλη. Λειτουργεί καλύτερα ως ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος -ελαφρώς στρατευμένο- ντοκιμαντέρ, παρά αυτό που περιμένουμε να δούμε σε ένα κινηματογραφικό φεστιβάλ. Κρατώ το ερώτημα «και τα αγάλματα; Που κοιτάζουν τα αγάλματα;» με πρόθεση να δώσω τη δική μου απάντηση στο κατά πόσο το μέλλον μας «θα είναι φτιαγμένο από ορείχαλκο».

Buffer Zone

Η βία και ο πόλεμος πολλές φορές είναι στην υποτιθέμενη ζώνη ασφάλειας. Εκεί μόνο το όνειρο είναι πρόσφορο έδαφος για μια ελεύθερη ψυχή που ψάχνει αγάπη και συντροφικότητα στον δρόμο της καταναγκαστικής απομόνωσης και μοναξιάς. Μετά από μια στιγμή μαζικής κακοποίησης στα μπάνια του στρατού, ο στρατιώτης που υπερασπίζεται την Κυπριακή γη και τα σύνορα, θα επιστρέψει στη σκοπιά. Με τα γουόκμαν στα αυτιά του και το «Living on a prayer» στις ρυθμικές κινήσεις του, θα απομονώνεται από τους πραγματικούς εχθρούς, δηλαδή τη σειρά του. Απέναντι φυλά σκοπιά ο «εχθρός» που στο πρόσωπο ενός τούρκου φαντάρου είναι το καλοσυνάτο αγόρι που τον ακολουθεί στον ρυθμό της μουσικής που δεν ακούει. Είναι σα να έχουν ένα άτυπο ραντεβού και να τραγουδάει ο ένας στον άλλον, ώστε οι μοναξιές τους να αποκτήσουν συντροφιά.

Σε μια ονειρική στιγμή που χωρίζει την ένωση τους, όπως ένα πέταμα στον αέρα που οι παλάμες τους θα πλησιάσουν τόσο ώστε να αγγίξουν τα ακροδάχτυλά τους, το ανικανοποίητο του έρωτα θα κάνει τη στιγμή ακόμα πιο δυνατή.

Αν και η κάμερα στο χέρι και το φορμάτ που προσομοιάζει σε τηλεοπτικό 4/3 δεν προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στην αποτύπωση της εποχής, η ιστορία είναι σαφής, υπηρετεί την κινηματογραφική γλώσσα και έχει διεθνή χαρακτήρα, καθώς η μουσική και το τραγούδι μιλάνε πιο άμεσα τη γλώσσα της καρδιάς, ακόμα και όταν η ελπίδα βρίσκεται στα χαρακώματα. Του Σάββα Σταύρου.

Φῶς ἐκ Φωτός / Light of Light

Ένα ψάρι παλεύει στη στεριά να κρατηθεί στη ζωή από τις λίγες σταγόνες βροχής. Ένας σταυρός αγιαστούρα σε ένα καρτοτηλέφωνο. Ένα ελάφι που μπαίνει δειλά στην εκκλησία ψάχνοντας αυτό που δεν βρίσκουν οι άνθρωποι. Και μοναχοί, ολομόναχοι στο ανάμεσα της ζωής.

Φωτογραφίες, πλάνα πατιναρισμένα με ερασιτεχνική αισθητική, σύνθεση εικόνων με το ασπρόμαυρο να επικρατεί. Αχαρτογράφητο αν δεν διαβάσεις τους εισαγωγικούς τίτλους και τη σημείωση στο τέλος. Και αφιερωμένο σε συγγενή. Του Νεριτάν Ζιντζιρία.

Midnight Skin

Η συνάδελφός της έτρωγε όλη νύχτα σε παιδικό πάρτυ, πανέ αμελέτητα [στη συνέχεια θα δεχτεί το άγαρμπο χάδι από συνάδελφο που θα του προσφέρει τσιγάρο: «Τι ώρα σε τσίμπησε κουνούπι»;]. Εκείνη, η Φανή, αλλάζει πεταλούδες σε ασθενείς και ζει στο σκοτάδι επιτρέποντας στο κατάλευκό της δέρμα να μην ταλαιπωρηθεί από τις ακτίνες του ηλίου. Όταν κοιμάται -ή νομίζει ότι κοιμάται- φέρνει στα κατάλευκα σεντόνια της κάτι από το όνειρο της προηγούμενης βραδιάς. Το πρώτο βράδυ ήταν χώμα· Χους ει και εις χουν απελεύσει, το επόμενο είναι πάλι χώμα που όμως τώρα το γεύεται. Η φύση καθορίζει αν το τσίμπημα της βελόνας και το γάργαρο κόκκινο αίμα θα κινηθούν ορμητικά. Η φύση μεταμορφώνει το σώμα της σε εκείνη· και της στερεί την επιθυμία για ύπνο και ξεκούραση.

Από τα δωμάτια των ασθενών, στον κλίβανο, στο χειρουργείο, στο εξεταστήριο του γιατρού, κάθε στιγμή ζωντανεύει κάτι από τα όνειρά της.

Η μουσική του Larry Gus χτίζει δομικά την ατμόσφαιρα, σαν από επιλογή ανολοκλήρωτα θέματα του Πράισνερ στη χρυσή του εποχή. Με αξιοζήλευτη κινηματογράφηση και φωτογραφία (ΔΦ ο Μανού Τιλίνσκυ), ο Μανώλης Μαυρής του «Brutalia, εργάσιμες ημέρες» στήνει κάδρα που υπηρετούν τα συναισθήματα των ηρώων και θεατών, τις αναγκαίες σεναριακές αντιθέσεις [της φύσης που ζει άγρια αλλά ανυπεράσπιστα και των ασθενών που επιβιώνουν φοβισμένα με εξωγενή υπεράσπιση], τον διάκοσμο ενός ρεαλιστικού και φανταστικού πλαισίου. Η Ρομάννα Λόμπατς (μεταμορφωμένη για τις ανάγκες του ρόλου, σχεδόν αγνώριστη) και η Κατερίνα Ζησούδη υπηρετούν με συνέπεια και υποταγή φαντάρου στην κατεχόμενη Κορέα τις αναγκαιότητες των ρόλων τους.

Κάθε στιγμή κάνει τη φαντασία σου να ξυπνάει. Από τα ομορφότερα και πιο ολοκληρωμένα κινηματογραφικά διηγήματα των τελευταίων ετών, εκτός χρονικού πλαισίου.

Το Καλοκαίρι που Παρατήρησα για Πρώτη Φορά τον Ήλιο να Δύει / The First Setting Sun of Summer

Παίζουν παιχνίδια, πλατσουρίζουν, οριακά οσμίζονται τη σεξουαλικότητα τους, τρομάζουν ο ένας τον άλλον… σημείο αναφοράς τους η τρελή, η αλλιώς η μάγισσα, που έχει το σπίτι της κοντά στη θάλασσα. Της πετάει το καπέλο του για να έχει κίνητρο να κάνει το μεγάλο βήμα και να μπει στο σπίτι της να τη γνωρίσει· το καπέλο όμως την επομένη βρίσκεται στο τραπέζι μπροστά από την κλεισμένη θύρα της. Μια μέρα που δεν θα ακούσει τη φωνή της παράξενης κυρίας, θα μπει και θα εξερευνήσει το σπίτι της. Ανάμεσα στις αναμνήσεις της χτίζονται και οι δικές του αναμνήσεις, αυτές που ίσως πάρει μαζί ως ενήλικας, όταν θα αναπολεί αυτή την περιπέτεια, περιπέτεια που θα διακοπεί όταν ακουστεί μια παιδική φωνή που θα πει «η μάγισσα μπήκε μέσα του» πριν σπάσουν το τζάμι.

Αφιερωμένη στην Καίτη και τον Αντρέα, η ταινία του Αστέρη Τζιώλα που ίσως φέρει παιδικά βιώματα του δημιουργού, είναι ένας φόρος τιμής στη χαμένη παιδικότητα αλλά και μια υπόκλιση στις αναμνήσεις που μένουν με την ενηλικίωση.

Η Αρκουδότρυπα

Μόλις μπουν στην αρκουδότρυπα, μια πιθανή φωλιά αρκούδας, ήταν σα να ακούμπησαν το πιο ζεστό σημείο του κορμιού τους. Η ιστορία τους όμως δεν ξεκινάει ούτε τελειώνει εκεί.

«Από πότε έγινες ρατσίστρια;»

«Από τότε που έγινες χαζογκόμενα και ασχολείσαι με τα νύχια σου».

Με κιτς νυχούλες αλλά πολύ αγάπη, τα δύο κορίτσια θα φτάσουν στο βουνό και θα μοιραστούν τις σκέψεις τους για τη ζωή στην επαρχία. Η Αννέτα σύντομα θα φύγει για τη Λάρισα, αφού έχει καταστεί έγκυος από έναν ντόπιο. Όχι ότι την αφορά· αν το χάσει, το έχασε. Ελάχιστες στιγμές πιασμένες χέρι-χέρι, όπως θα ήθελαν να είναι σε όλη τους τη ζωή, θα πουν τα ανορθόδοξα αντίο τους καθώς η μία θα φύγει σύντομα από την επαρχιακή πόλη.

«Ένα λεπτό σιγής για τη φιλία».

Αυτό θα πουν, υπό το ημίφως ενός κεριού σε ένα ξωκλήσι. Ένας έρωτας που θέλει ευλογία. Θέλει και τσάπισμα, μάχη με την τσουγκράνα στα στάχια.

Στα υπέρ της πολυβραβευμένης ήδη ταινίας, ο σεβασμός και η κανονικότητα στο queer. Δεν υπάρχουν μεγάλα δράματα ή διλήμματα· κανονική ζωή.

«Που το πηγαίνεις το αρκούδι ντε; […] τη μια μέρα σε γκαστρώνουν και την επόμενη σε φορτώνουν στο αμάξι».

Η Αννέτα φεύγει πριν πάρει το δώρο της από την Αργυρώ, ένα λούτρινο αρκούδι που ψάχνει μια ζεστή αγκαλιά για να αντέξει τη δεύτερη επαρχία. Εκεί βέβαια έχει τρία κλαμπ, ενώ στο χωριό τους έχει υπερτιμημένη βενζίνη (άνω των τριών ευρώ το λίτρο). Με βερεσέ καύσιμα, η Αργυρώ η βλάχα (όπως θα την αποκαλέσει ο βενζινάς) θα ξεκινήσει να φύγει από τον αναθεματισμένο τόπο, τα αόρατα σύνορα έχουν φτιάξει ιστό αράχνης πάνω από τα συρματοπλέγματα. Αδιέξοδο και επιστροφή.

Η «Αρκουδότρυπα» σε σκηνοθεσία Χρυσιάννας Παπαδάκη και Στέργιου Ντινόπουλου, είναι μία ουσιαστική ταινία για την ασαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη φιλία και στον έρωτα. Η επαρχία σε πρώτο πλάνο με τις ομορφιές και τα μικροαστικά της φαινόμενα, οι ομόφυλες σχέσεις παρασκηνιακά συγκρούονται αρμονικά. Το φολκ, το μοντέρνο, η παράδοση και τα σύνορα είναι απλές έννοιες που σαν το χτύπημα του αέρα σε ξύλινη πόρτα σε γεμίζει με προσμονή, αγωνία αλλά και φόβο, όπως το άκουσμα μιας κουρασμένης φωνής που σε δημοτικό τραγούδι λέει τα δικά της.

Crossing

Ο τόπος τους κρατάει σε ένα σημείο σταθερούς. «Αυτός που βλέπεις κύριε, στα νιάτα του ήταν τενόρος» θα πει για το παπαγαλάκι ο ρομαντικός κύριος Γιάννης, που κάθε μέρα στο τραίνο σηκώνει ένα χαρτόνι με όμορφες σκέψεις για την άγνωστη επιβάτη. Μια μέρα του επιστρέφει τη φιλοφρόνηση με ένα σημείωμα και το τηλεφωνό της. Ο μόνος τρόπος για να φύγει είναι να πει ψέματα και να προσποιηθεί ότι θα πάει στην κηδεία της μητέρας του (η οποία -ω της τύχης- θα φύγει από τη ζωή την επόμενη μέρα). Ο άλλος, περισσότερο γραφικός τύπος, ασχολείται με τις μπύρες, το σφουγγάρισμα των ραγών μετά το πέρασμα του τραίνου και το πικάπ που κάνει απεργία λειτουργίας (και όταν λειτουργεί παίζει άσματα από το δίσκο «μου θυμίζεις τη μάνα μου»). Ποιος από τους δύο έχει βρει τον σταθμό του;

Με τη θρυλική ατάκα: «Ένα πράγμα δεν αντέχω: το ψέμα, την υποκρισία και το τσίπουρο με γλυκάνισο», η ταινία των Αινεία Τσαμάτη και Κατερίνας Μαυρογεωργη, φέρει τη φόρμα ανεκδότου που ολοκληρώνεται με το κάρφωμα μιας φωτογραφίας, άκρως συνδεδεμένης με το ανάλογο κάρφωμα στον τόπο μοναξιάς, στον φρέσκο τάφο.

Ανορθόδοξος / Unorthodox

Τιμωρία σε 5 μέρη.

«Είναι ο Χριστός άνθρωπος ή άνθρωπος και θεός ή θεός;»

«Ό,τι λέει η εκκλησία. Η γυναίκα μου ξέρει».

Μια σειρά από βασανιστήρια στο όνομα της ανοησίας και της θρησκείας, με όρους θεατρικού παιχνιδιού και θύμα τον τρελό (ή αμαθή) του χωριού. Όμορφα φωτογραφημένο, όχι απολύτως κατανοητό.

Πηγή: ertnews.gr

Related post