Κέιτ Γουίνσλετ: Ο γιoς μου με ρωτάει: «Μα, ακόμα μιλάς για τη Λι Μίλερ;»

 Κέιτ Γουίνσλετ: Ο γιoς μου με ρωτάει: «Μα, ακόμα μιλάς για τη Λι Μίλερ;»

«Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τη Λι, δεν θα γνωρίζαμε πολλά, καθώς τόσο μεγάλο μέρος της ιστορίας έχει σκόπιμα αποκρυφτεί», θα πει η Κέιτ Γουίνσλετ το Σάββατο βράδυ που αφιέρωσε μια ώρα από τη ζωή της να μας μιλήσει διαδικτυακά για το πρότζεκτ που τη σημάδεψε.

Η ταινία «Lee» που έχει ήδη προβληθεί στους ελληνικούς κινηματογράφους είναι έργο ζωής που της πήρε 9 χρόνια από τη σύλληψη μέχρι την ολοκλήρωση. Ο γιός μου με ρωτάει: «Μα, ακόμα μιλάς για τη Λι Μίλερ;»· και είναι φυσιολογικό καθώς είναι μόλις 10 ετών, άρα σε όλη του τη ζωή ακούει για τον στόχο ζωής της μητέρας του.

Για αυτές τις γυναίκες που, όπως λέει «δεν ανέχονται ανοησίες» έκανε αυτή την εκτενή συζήτηση. Για αυτές αλλά και γιατί εκείνη δεν ανήκει «στις άλλες» πλέον. Αλλά και για τους νέους που είναι δύσκολο «να διατηρήσουν μια αίσθηση αλήθειας για τον εαυτό τους».

Κείμενο-Επιμέλεια: Αλέξανδρος Ρωμανός Λιζάρδος

Στην ταινία αυτή, δεν είστε μόνο η πρωταγωνίστρια, αλλά και παραγωγός, και σύμφωνα με πολλούς, χωρίς την συνεισφορά σας αυτή η ταινία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε λίγο για τις δυσκολίες που αντιμετωπίσατε μέχρι να ολοκληρωθεί η ταινία «Lee» καθώς και για τη θερμή εμπλοκή σας;

Πιστεύω βαθιά ότι όταν έχεις κάτι για το οποίο νιώθεις πάθος στη ζωή σου, πρέπει να συνεχίσεις να προσπαθείς. Και ναι, φυσικά, ήταν ένας αγώνας. Ήταν πρόκληση. Αλλά, ας μην ξεχνάμε ότι αυτό είναι ο ανεξάρτητος κινηματογράφος. Ακολούθησα το παλιό μονοπάτι στην προσέγγιση, […] όπως ο Έντουαρντ Νόρτον, όταν έκανε το Motherless Brooklyn [στα ελληνικά είχε αποδοθεί «Οι Σκιές του Μπρούκλιν», και η ταινία, και το βιβλίο στο οποίο βασίζεται]– καθώς προσπαθούσε να γυρίσει την ταινία για 17 χρόνια. Είναι τρελό. Μερικές φορές, πράγματι, χρειάζεται τόσος χρόνος.

Στην περίπτωση της «Lee», χρειάστηκε αρκετός χρόνος για να επεξεργαστούμε τις πολλές και διαφορετικές πτυχές της ζωής της και να «αποστάξουμε» την ιστορία της στην πιο σημαντική δεκαετία της ζωής της· εκείνη που πίστευα ότι θα ήθελε να θυμούνται περισσότερο, που θα την έκανε περήφανη. Εκείνη η δεκαετία της ζωής της ήταν άγνωστη σε πολύ κόσμο.

Δυσκολευτήκαμε στο να βεβαιωθούμε ότι μας κάλυπτε το σενάριο για την ιστορία που θέλαμε να πούμε. Και μετά, ήρθε η στιγμή να εξασφαλίσουμε τη χρηματοδότηση, κάτι που είναι πάντα μια πρόκληση στον ανεξάρτητο κινηματογράφο. Το ήξερα αυτό ως ηθοποιός, αλλά το να είμαι στο επίκεντρο αυτής της διαδικασίας –να κάνω συναντήσεις, να παίρνω τηλέφωνα– ήταν σοκαριστικό.

Πολύ συχνά ερχόμουν αντιμέτωπη με πιθανούς επενδυτές –συνήθως άνδρες– που μου έλεγαν: «Γιατί να μου αρέσει αυτή η γυναίκα;» Ήταν αποκαρδιωτικό και απογοητευτικό να βλέπω πόσο παρεξηγημένη ήταν η Λι. Την κατέκριναν επειδή πάλευε με τον αλκοολισμό, επειδή υπέφερε από μετατραυματικό στρες. Αλλά το να χαρακτηρίζεται «αντιπαθητική» επειδή έκανε κάτι εξαιρετικό για να αποκαλύψει την αλήθεια, να πει την αλήθεια, να γίνει μάρτυρας των φρικαλεοτήτων του καθεστώτος και να μην τα παρατήσει ποτέ… αυτό με έκανε ακόμα πιο αποφασισμένη, όπως μπορείτε να φανταστείτε.

Ειλικρινά, ήταν η μεγαλύτερη τιμή της ζωής μου να διηγηθώ την ιστορία της Λι, και να τη συστήσω με τους δικούς της όρους σε ανθρώπους που ίσως δεν την είχαν ακούσει ποτέ. Δεν θα το έκανα μέσα από την ανδρική ματιά, ούτε συνδέοντάς την με τις σχέσεις της, σίγουρα όχι παρουσιάζοντάς την ως θύμα ή «σεξουαλικοποιώντας την», όπως της συνέβαινε συχνά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’20. Σκέφτηκα: «Όχι, δεν θα το κάνουμε αυτό». Θα πούμε την ιστορία μιας ατελούς, μεσήλικης γυναίκας που πήγε στον πόλεμο και τον κατέγραψε για τις γυναίκες αναγνώστριες της βρετανικής Vogue. Αυτή ήταν η ιστορία που ήθελα να πω.

Γνώριζα για τις φωτογραφίες της Λι, αλλά όχι για την ίδια. [Πλέον] θαυμάζω το ανεξάρτητο πνεύμα της, τη δύναμή της. Πόσο ταυτίζεστε με τη δύναμη και την ανεξαρτησία της; Υπάρχουν σήμερα γυναίκες που έχουν το ίδιο πνεύμα; [Αν ναι, ποιες;]

Αυτό που κάνει η Λι, είναι να μας υπενθυμίζει πόσο σημαντικό είναι να συμμετέχουμε στις δράσεις της ζωής και να κάνουμε κάτι. Αξιοποίησε τη ζωή της και το έκανε σχεδόν χωρίς να σκέφτεται και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τους κινδύνους. Δεν οπισθοχώρησε. Δεν είπε ποτέ: «Εντάξει, αυτό είναι υπερβολικό». Θα μπορούσε να το είχε κάνει, αλλά δεν το έκανε.

Στην πραγματικότητα, μετά τον πόλεμο, όταν επέστρεψε στο Λονδίνο, επέστρεψε και φωτογράφισε τις συνέπειες. Μπορούσα πραγματικά να ταυτιστώ με τη δύναμη και την αποφασιστικότητά της. Ήταν μια γυναίκα που, πριν από 80 χρόνια, επαναπροσδιόριζε τη θηλυκότητα, δίνοντάς της σημασία όπως ανθεκτικότητα, δύναμη, αλληλεγγύη, συμπόνια και ακεραιότητα.

Αυτά είναι πράγματα που προσπαθούμε να εντάξουμε στη ζωή μας σήμερα. Όποιος μεγαλώνει ένα κορίτσι (για παράδειγμα), το μεγαλώνει με αυτές τις αξίες. Και αυτό μας ανυψώνει. Ήθελα να νιώσει ο κόσμος την ίδια έμπνευση που ένιωσα κι εγώ υποδυόμενη την. Παρόλο που, φυσικά, στο τέλος των γυρισμάτων, επέστρεφα στο σπίτι μου, στον καναπέ μου, με μια μεγάλη κουβέρτα, έβλεπα τα παιδιά μου, και η Λι παρέμεινε μέσα μου. Ένιωσα προνομιούχα που είχα πλήρη πρόσβαση στο αρχείο της, στα έργα της, στα προσωπικά της γράμματα και ημερολόγια.

Ήταν μεγάλη τιμή να γυρίσω αυτή την ταινία, και ακόμη και τώρα σκέφτομαι ότι το έκανα για τον Άντονι, τον γιο της. Είναι στα 70 του και υπήρξε σημαντικό κομμάτι της διαδικασίας. Χρειαζόταν να κλείσει αυτό το κεφάλαιο στη ζωή της.

Μετά από την εμπειρία σας στην παραγωγή, σκέφτεστε να πείτε “Ήταν μια καλή εμπειρία, αλλά νομίζω πως θα μείνω στην ηθοποιία”; Ή ίσως θα θέλατε να σκηνοθετήσετε ή να ασχοληθείτε ακόμη περισσότερο με όσα γίνονται πίσω από την κάμερα;

Έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που… (γελάει) Συγγνώμη, αλλά μοιάζει σαν να προσθέτω ακόμη έναν χρόνο κάθε φορά που το λέω. Ο μικρός μου γιος, που είναι τώρα 10 ετών, έχει ζήσει αυτήν την ιστορία από τότε που ήταν ενός. Σχεδόν δεν θυμάται κάποια περίοδο που να μην μιλάω για τη Λι Μίλερ ή να μην προσπαθώ να κάνω την ταινία. Μάλιστα, συχνά με ρωτάει: «Μα, ακόμα μιλάς για τη Λι Μίλερ;» Και του λέω: «Ναι, ακόμα».

Ειλικρινά, μου άρεσε πολύ αυτή η εμπειρία, τελικά. Υπήρχαν σίγουρα στιγμές που σκεφτόμουν: «Πώς θα το καταφέρω αυτό;» Αλλά αυτά συμβαίνουν στη ζωή, έτσι δεν είναι; Εκεί βρίσκεις τον ενθουσιασμό και τη μάθηση. Είμαι σχεδόν 50 χρονών, και το γεγονός ότι εξακολουθώ να μαθαίνω νέα πράγματα μετά από τόσα χρόνια στη βιομηχανία, με κάνει να θέλω να συνεχίσω.

[Για να απαντήσω στην ερώτηση], θα συνεχίσω να ασχολούμαι με την παραγωγή. Για την ακρίβεια, ήδη προχωράω σε κάτι νέο. Είναι δύσκολο και απαιτεί πολύ χρόνο. Ως ηθοποιός, έχεις τη δυνατότητα να «αφήνεις» τη δουλειά όταν σου μένει ένα Σαββατοκύριακο ελεύθερο. Ίσως να σπαταλήσεις κάποια ώρα μαθαίνοντας τις ατάκες σου, αλλά αυτό είναι όλο. Ως παραγωγός, όμως, δεν υπάρχει «διάλειμμα». Ξυπνάω το πρωί, και μέσα σε πέντε λεπτά κοιτάζω τι μηνύματα ήρθαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Πρέπει να φροντίζω να πληρώνονται οι προμηθευτές, να κλείνονται σωστά τα συνεργεία, να βεβαιώνομαι ότι ο διευθυντής φωτογραφίας είναι διαθέσιμος. Υπάρχει πάντα κάτι που απαιτεί ενέργεια.

Ωστόσο, είναι εξαιρετικά ικανοποιητικό το να φέρνεις μαζί σου όλη την ομάδα. Αυτό το κάνω και ως ηθοποιός – ο/η ηθοποιός θέτει τον τόνο της ημέρας. Αν κάποιος ξεκινήσει τη μέρα λέγοντας: «Θα είναι μια υπέροχη μέρα, θα δώσουμε τον καλύτερο μας εαυτό», όλοι επηρεάζονται θετικά.

Αυτό ισχύει διπλά για την παραγωγή. Έμαθα τόσα πολλά από τη «Lee». Ήμουν μέρος κάθε πτυχής της παραγωγής – από την αρχική ανάπτυξη μέχρι τη φάση της επεξεργασίας, τη μίξη ήχου, ακόμα και τη μουσική. Ήταν απίστευτο πόσα έμαθα και σε πόσα συμμετείχα.

Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, πιστεύω πως είναι πιθανό στο μέλλον. Ναι, ίσως κάποια στιγμή.

Μιλήσατε για το μετατραυματικό στρες (PTSD) της Λι, καθώς ήταν μάρτυρας και φωτογράφος των φρικαλεοτήτων του ναζιστικού καθεστώτος. Τι μάθατε προσωπικά από αυτή την εμπειρία και τι θα θέλατε να σκεφτεί το κοινό βλέποντας το έργο της, σχετικά με τους πολέμους σήμερα;

Η Λι ήταν μια γυναίκα που αρνιόταν να λογοκρίνει την αλήθεια. Έζησε τη ζωή της με αυτόν τον τρόπο, και δούλεψε με τον ίδιο τρόπο. Το θάρρος της να σταθεί και να γίνει μάρτυρας ήταν απίστευτο.

Με την κάμερα Rolleiflex, που τοποθετείται μπροστά από το στήθος (σ.σ. συγκεκριμένα είπε «από την καρδιά»), μπορούσε να κοιτάζει την εικόνα που κατέγραφε και, ταυτόχρονα, να συναντά το βλέμμα των ανθρώπων που φωτογράφιζε. Το ευρύ φακό της κάμερας έπρεπε να τον φέρει πολύ κοντά στο θέμα της, όπως στη σκηνή με τη νεαρή κόρη του δημάρχου της Λειψίας, που συμμετείχε σε μια «συμφωνία αυτοκτονίας».

Αυτό μας κάνει να αναλογιζόμαστε το θάρρος των φωτορεπόρτερ και των πολεμικών ανταποκριτών, τη δύναμη που χρειάζεται για να συνεχίσουν, και την επίδραση που έχει αυτό πάνω τους – η θυσία τους για να αποκαλύψουν την αλήθεια στον κόσμο.

Αν δεν υπήρχαν άνθρωποι σαν τη Λι, δεν θα γνωρίζαμε πολλά, καθώς τόσο μεγάλο μέρος της ιστορίας έχει σκόπιμα αποκρυφτεί.

Η Λι Μίλερ υπήρξε φωτορεπόρτερ που ξεπέρασε εμπόδια σε μια εποχή μεγάλης αντίστασης, φέρνοντας την αλήθεια στο φως. Τι σημαίνει για εσάς το να φέρνετε την ιστορία της στη ζωή, ειδικά τώρα που οι δημοσιογράφοι παγκοσμίως αντιμετωπίζουν αυξημένες διώξεις;

Αυτό την καθιστά ακόμα πιο επίκαιρη. Ειδικά αν σκεφτούμε τη δουλειά των γυναικών ανταποκριτών. Η Λι ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες που έκαναν τέτοιες δουλειές τότε.

Ήμουν τυχερή που συνεργάστηκα με αρκετές γυναίκες πολεμικές ανταποκρίτριες, οι οποίες ζήτησαν να παραμείνουν ανώνυμες. Μοιράστηκαν μαζί μου τις εμπειρίες τους, τον φόβο που ένιωσαν, αλλά και πώς η αναζήτηση της δικαιοσύνης τους έδινε την απαραίτητη αδρεναλίνη για να συνεχίσουν.

Μία από αυτές μου είπε πως, μετά από μια σύγκρουση που κατέγραψε, γύρισε σπίτι και έβαλε όλο της τον εξοπλισμό σε μια ντουλάπα. Δεν τον έχει αγγίξει από τότε. Αυτό συνέβη πριν από 15 χρόνια, και ακόμα δεν είναι έτοιμη.

Αυτό μας δείχνει πόσο καταστροφικό είναι το PTSD για αυτούς τους ανθρώπους. Στη Λι, αυτό επηρέασε και τη σχέση με τον γιο της, τον Άντονι. Το ότι ο Άντονι ανακάλυψε ποια ήταν η μητέρα του μόνο μετά τον θάνατό της, το 1977, ήταν καθοριστικό.

Χωρίς αυτόν, δεν θα μπορούσαμε ποτέ να κάνουμε την ταινία. Αυτό είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο.

Πιστεύετε ότι ακόμη και χωρίς πολέμους (σ.σ. όπως τους γνωρίζουμε) ή ψυχρούς πολέμους, εκτιθέμεθα σε καταστάσεις που μπορούν να τραυματίσουν την ψυχή μας; Ποιοι είναι οι κίνδυνοι στο επάγγελμά σας; Τι είδους τραύματα μπορούν να υποστούν σήμερα ηθοποιοί όπως εσείς;

Νομίζω ότι θα ήταν αδύνατο να συγκρίνουμε το είδος της δουλειάς που κάνουν οι ηθοποιοί – και ειδικά οι γυναίκες ηθοποιοί – με τη δουλειά ανθρώπων που πραγματικά βρίσκονται εκτεθειμένοι σε τραύματα μέσα από τη δουλειά τους. Είτε πρόκειται για έναν φωτογράφο στην πρώτη γραμμή, έναν γιατρό κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID, έναν καρδιοχειρουργό, έναν νευροχειρουργό ή έναν παιδοκαρδιολόγο – αυτούς τους εξαιρετικούς ανθρώπους που κυριολεκτικά κρατούν τις ζωές άλλων στα χέρια τους. Πραγματικά, τους θαυμάζω απεριόριστα· αλλά, για να απαντήσω στην ερώτησή σας, απλά πρέπει να το κάνεις. Πρέπει να το κάνεις. Πρέπει να βάλεις τον εαυτό σου μέσα σε κάτι που, ενώ γνωρίζεις ότι δεν είναι αληθινό, ξέρεις ότι κάποτε ήταν αληθινό. Στην περίπτωση της Lee και του Davy Scherman, το να περπατούν μέσα από τις πύλες του Νταχάου, το να μπαίνει η Lee στην μπανιέρα του Χίτλερ, να γίνεται μάρτυρας και να φωτογραφίζει σωρούς πτωμάτων…

Για να υπηρετήσεις αυτή την ιστορία και να μεταφέρεις ένα μήνυμα στο κοινό που ίσως αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται, αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση. Πρέπει να περάσεις μέσα από κάτι για να φτάσεις εκεί. Και σίγουρα, κάποια συναισθήματα μένουν πίσω. Κάποιες φορές ξεπερνιούνται πιο γρήγορα από άλλες, αλλά όλοι έχουμε τους δικούς μας τρόπους να τα επεξεργαζόμαστε και να τα αφήνουμε πίσω. Δεν υπάρχει όμως ούτε ένα μέρος μου που να μην έπαιρνε αυτή την πρόκληση, αν δεν ένιωθα ότι ήταν απολύτως σημαντική.

Για ποιό λόγο που δεν έχετε αναφέρει ακόμα, το Lee είναι μία από τις πιο προσωπικές σας ταινίες;

[Ίσως γιατί] υπήρξε ένα τεράστιο κομμάτι της ζωής μου. Δεν υπήρξε τίποτα παροδικό σε αυτή την εμπειρία. Ήταν πραγματικά ένα κεφάλαιο της ζωής μου, σχεδόν ολόκληρο ένα κεφάλαιο, αφιερωμένο στην ταινία. Και συνεχίζει, γιατί είναι τόσο σημαντικό για μένα να δουν οι άνθρωποι αυτή την ταινία. Και επίσης, είναι σημαντικό να εμφανίζομαι και να μιλάω γι’ αυτή, γιατί ο κόσμος έχει ερωτήσεις, θέλει να μάθει. Είναι απαραίτητο να την υποστηρίξω μέχρι τέλους, να συνεχίσω. […] όσο περνούσε ο καιρός, τα όρια μεταξύ εμού και της Lee θόλωναν. Το τι είχε βιώσει εκείνη και τι βίωνα εγώ, άρχισαν να συγχέονται. Κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της ταινίας, ένιωσα ότι υπήρχαν πολλές συναισθηματικές ομοιότητες μεταξύ μας. Κάποιες φορές με άφηνε άναυδη αυτό. Έλεγα: «Θεέ μου, ναι, μπορώ να καταλάβω γιατί το έκανε αυτό. Θα το έκανα κι εγώ. Θα σκεφτόμουν το ίδιο.» Αυτό θα ήταν και το δικό μου ένστικτο.

Στο τέλος, ένιωθα ότι βαδίζαμε πιασμένες χέρι-χέρι. Η καθυστέρηση της κυκλοφορίας της ταινίας λόγω των απεργιών των ηθοποιών και των σεναριογράφων ήταν (τελικά) απολύτως σωστή. Ήξερα ότι ήθελα να μιλήσω γι’ αυτήν όπως έπρεπε. Άξιζε πραγματικά η αναμονή.

Έχετε μιλήσει αρκετά για την εκτενή έρευνα που κάνατε πριν από την ταινία. Μπορείτε να μας πείτε για την πιο απροσδόκητη αποκάλυψη που είχατε κατά την προετοιμασία σας;

Ήταν πολύ σημαντικό να απομακρύνω τη Lee από την ανδρική ματιά. Ένα μεγάλο μέρος της έρευνάς μου αφορούσε την επαγγελματική της ζωή, αλλά και την κατανόηση της σχέσης της με τους γονείς της, με τον πατέρα της, τη μητέρα της και τα δύο της αδέλφια. Ήταν στην πραγματικότητα μια πολύ δεμένη οικογένεια. Είχε μια συγκεκριμένη σχέση με τον πατέρα της, ο οποίος ήταν επίσης ερασιτέχνης φωτογράφος. Από εκεί έμαθε φωτογραφία, και εκείνος τη φωτογράφιζε πολύ όταν ήταν νεότερη.

Κάποτε ρώτησα τον Anthony Penrose, «Ποια ήταν η σχέση της με τη μητέρα της;» καθώς ως γυναίκες, ξέρουμε ότι η σχέση με τη μητέρα μας μπορεί να είναι ιδιαίτερα μοναδική, ιδιαίτερα έντονη. Ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτό. Και η μεγαλύτερη αποκάλυψη προήλθε από αυτή την ερώτηση. Μου είπε ότι η Lee είχε καλή σχέση με τη μητέρα της, αλλά η μητέρα της πάλευε με ψυχικά προβλήματα και ήταν συχνά απούσα, επειδή έπρεπε να νοσηλευτεί.

Αυτό μου έδειξε ότι η Lee ανέπτυξε ένα επίπεδο ανθεκτικότητας από πολύ μικρή ηλικία. Μέσα στην έρευνά μου, βρήκα μικρά ημερολόγια. Ήταν πραγματικά πολύ μικρά βιβλία, σχεδόν σαν σημειωματάρια τσέπης. Δεν περιείχαν περιγραφές συγκεκριμένων εμπειριών της, αλλά ήταν καταγραφές της σωματικής και ψυχικής της κατάστασης. Είχαν γραφτεί με έντονη αφοσίωση σε διάστημα έξι μηνών όταν εκείνη ήταν 16-17 ετών. Ήταν πολύ καταθλιπτική και το έγραφε. «Δεν μπορώ να βγω σήμερα, πολλά δάκρυα.» «Δεν μπορώ να ντυθώ ή να βαφτώ σήμερα εξαιτίας του κλάματος. Του κλάματος.»

Αυτή ήταν μια γυναίκα που ζούσε με το τρομερό τραύμα που είχε βιώσει ως παιδί. Αλλά ως γυναίκα, αρνήθηκε να οριστεί από αυτό. Η ικανότητα της Lee να αποδέχεται τον εαυτό της, το σώμα της, τα συναισθήματά της, να είναι ανοιχτή, ζεστή και συμπονετική, πραγματικά με συγκλόνισε. Ήξερα ότι αυτό το είχε κατακτήσει δύσκολα. Και μπόρεσα να το διαβάσω, να το μάθω και να το ενσωματώσω μέσα μου παίζοντάς την.

Ως φωτορεπόρτερ, η Lee Miller αντιμετώπισε πολλές προκλήσεις και πιθανόν κάποιες προκαταλήψεις επειδή ήταν γυναίκα. Αναρωτιέμαι αν εσείς, ως ηθοποιός, έχετε αντιμετωπίσει παρόμοιες προκαταλήψεις, και αν μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα που να βασίζεται στο γεγονός ότι είστε γυναίκα;

Προσπαθώ πραγματικά να σκεφτώ. Νομίζω ότι η κουλτούρα αλλάζει. Αυτό είναι το πρώτο που θα έλεγα. Πιστεύω ότι σταδιακά αλλάζει. Ως ηθοποιοί… Το συζητούσα νωρίτερα σήμερα με τη Zoe Saldana, σε μια συνομιλία που κάναμε για το περιοδικό Variety. Λέγαμε πόσο τυχερές είμαστε ως δύο γυναίκες, και οι δύο μητέρες κοντά στα 50, που τα σενάρια που διαβάζουμε είναι οι πιο συναρπαστικές και γεμάτες βάθος ιστορίες που έχουμε δει ποτέ στις καριέρες μας μέχρι τώρα. Αυτό συμβαίνει επειδή ο κόσμος διψάει περισσότερο από ποτέ για ιστορίες με γυναίκες στο επίκεντρο. Και πιστεύω ότι από την εποχή του κινήματος MeToo, ακούμε αυτά που έχουν να πουν οι γυναίκες με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο.

Τώρα είναι πολύ διαφορετικά τα πράγματα. Νομίζω ότι τα στούντιο και οι χρηματοδότες, μερικές φορές, όχι πάντα, είναι πιο πρόθυμοι να στηρίξουν ιστορίες που έχουν ως επίκεντρο τις γυναίκες. Αυτό είναι μια μεγάλη αλλαγή, και θέλω πραγματικά να μιλήσω γι’ αυτό.

Η προκατάληψη είναι μια ενδιαφέρουσα λέξη, έτσι δεν είναι; Ειδικά σε αυτή τη βιομηχανία, μπορεί να σημαίνει πολλά διαφορετικά πράγματα. Για μένα, πάντως, όταν ήμουν νεότερη, στην εφηβεία μου και στα πρώτα μου 20, ένιωθα ότι η φωνή μου δεν είχε την ίδια βαρύτητα. Σε έναν συνεργατικό χώρο, δεν ένιωθα ότι η φωνή μου μετρούσε όσο των ανδρών. Και σταδιακά έμαθα πώς να χρησιμοποιώ τη φωνή μου. [Έμαθα επίσης] ότι η κοινωνία έχει αλλάξει σε σχέση με το πώς βλέπουμε τώρα τις νεότερες ηθοποιούς να χρησιμοποιούν τις φωνές τους με έναν τρόπο που είναι αυτονόητος γι’ αυτές.

Αισθάνομαι μεγάλη υπερηφάνεια που πέρασα μια περίοδο στη ζωή μου όπου έπρεπε να περιμένω τη σειρά μου, να αποδεχτώ ότι κάποιος μπορεί να ήταν ελαφρώς απότομος, να μη με συμπεριλάβει, να μη ζητήσει καν τη γνώμη μου. Είμαι περήφανη που το έζησα, που έμαθα μέσα από αυτό, και που ήμουν μέρος μιας αλλαγής που ελπίζω να έχει μετακινήσει το ρεύμα, ώστε οι νεότερες ηθοποιοί που κάνουν τώρα εξαιρετική δουλειά να στέκονται στο ύψος τους και να εκπροσωπούν μια εντελώς διαφορετική γενιά.

Είναι εξαιρετικά συγκινητικό και ικανοποιητικό να το βλέπω αυτό, γιατί αυτές οι γυναίκες δεν ανέχονται ανοησίες. Και ούτε εγώ πλέον.

Ζωντανέψατε την εκπληκτική ιστορία της Lee Miller στη μεγάλη οθόνη, αλλά άκουσα ότι χρηματοδοτήσατε και με δικά σας κεφάλαια την παραγωγη. […] Έχετε κάποια ιδιαίτερα (κοινά) χαρακτηριστικά αυτής της τολμηρής και αποφασιστικής προσωπικότητάς;

Δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω αυτή την ταινία να σταματήσει. Όπως έλεγα πριν, να βάζεις το χέρι σου στην τσέπη σου είναι «παλιομοδίτικο». Να φροντίζεις το συνεργείο, να εξασφαλίζεις ότι οι άνθρωποι πληρώνονται, ότι οι προμηθευτές είναι τακτοποιημένοι… Η ιδέα ότι κάποιοι από τους καταπληκτικούς προμηθευτές μας ίσως να μην πληρώνονταν στο τέλος της εβδομάδας, με ράγιζε. Δεν μπορούσα να το ανεχτώ. Ήταν αυτονόητο. Το έκανα εγώ και η συνεργάτιδά μου, η Kate Solomon.

Επίσης, βρισκόμασταν σε ένα κρίσιμο σημείο πριν την παραγωγή, όπου αν σταματούσαμε, θα ήταν το τέλος. Και το ήξερα αυτό. Σκέφτηκα, «Θεέ μου, έφτασα μέχρι εδώ για να το αφήσω να γίνει αυτό; Όχι. Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα.»

Κατά τη διαδικασία της ανάπτυξης υπήρξαν κι άλλες τέτοιες στιγμές, αλλά πίστευα τόσο πολύ στο πρότζεκτ, γιατί ήξερα ότι ο κόσμος δεν ήξερε πραγματικά ποια ήταν η Lee. Αν τη γκουγκλάρεις, το πρώτο πράγμα που διαβάζεις είναι: «Πρώην μοντέλο, ερωμένη και μούσα του Man Ray». Και σκέφτηκα: «Όχι, αυτό δεν είναι σωστό.»

Ήθελα να αλλάξω αυτή τη δυναμική. Αν κάποιος δει την ταινία και γνωρίσει τη Lee μ’ αυτό τον τρόπο για πρώτη φορά, τότε έχω κάνει κάτι για να αλλάξω πώς κρίνουμε τις γυναίκες. Γιατί να περιγράφουμε τις γυναίκες μέσα από την ερωτική τους ζωή; Δεν το κάνουμε αυτό για τους άνδρες. Ήταν καθήκον μου να διασφαλίσω ότι όλα ήταν στη θέση τους, ώστε η Lee να πει την ιστορία της. Αυτό είχε μεγαλύτερη σημασία από οτιδήποτε άλλο.

Πόσο σημαντικό είναι να φτάσει αυτή η ταινία στη γενιά των 20χρονων;

Είναι πραγματικά μια φανταστική ερώτηση, γιατί είναι ο τύπος ερώτησης που με κάνει να σκέφτομαι. Η απάντηση είναι καταφατική.

Το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό είναι ότι τα δύο μεγαλύτερα παιδιά μου έχουν μεγαλώσει πια. Είναι 24 και 20, και είναι πλέον δικές τους προσωπικότητες, με τις δικές τους ζωές. Ίσως αυτό, το γεγονός ότι έφτασαν σε ένα σημείο όπου νιώθω πως είναι ασφαλή και ισορροπημένα, να μου άνοιξε χώρο να εξερευνήσω άλλες ιστορίες και χαρακτήρες. Όχι μόνο σημαντικές ιστορίες για να ειπωθούν, αλλά και εκείνες που μπορούν να μιλήσουν σε ένα κοινό και να τους κάνουν να σκεφτούν πτυχές της δικής τους ζωής, ακόμα κι αν πρόκειται να μάθουν για κάποιον που δεν γνώριζαν ποτέ πριν.

Ακόμα κι αν είναι να τους κάνει να σκεφτούν να βγουν στον κόσμο και να κάνουν κάτι. Να δείξουν εκτίμηση για τη δουλειά που κάνουν φωτογράφοι σαν αυτούς, φωτορεπόρτερ, πολεμικοί ανταποκριτές.

[Εξελίσσοντας το ερώτημα], πιστεύω στη σημασία της εκπροσώπησης. Πιστεύω ότι οι γυναίκες πρέπει έχουμε «χώρο». Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι πρέπει να κάθονται επικεφαλής του τραπεζιού. Αλλά αυτό είναι απλά η άποψή μου.

Κάτι άλλο, όμως, που νομίζω ότι αξίζει να ειπωθεί, είναι ότι όταν έχουμε τη μεγάλη συζήτηση που γίνεται πολύ αυτή την περίοδο για τις γυναίκες στον κινηματογράφο – γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες γυναίκες σκηνοθέτες; Γιατί δεν υπάρχουν περισσότερες γυναίκες στο συνεργείο; – η αλήθεια είναι ότι αυτό αλλάζει αρκετά. Αλλά η απλή απάντηση είναι η εξής: Όλες μεγαλώναμε παιδιά και φτιάχναμε οικογένειες. Και όταν το κάνεις αυτό, αυτό γίνεται η προτεραιότητά σου.

Ειλικρινά, δεν έχουμε τον ίδιο χώρο και χρόνο που έχουν οι άντρες. Και νομίζω ότι το να παρατηρείς πόσο διψασμένοι είναι οι νέοι για την αλήθεια είναι εντυπωσιακό. Δεν μπορείς να τους παραπλανήσεις. Δεν θα είναι ικανοποιημένοι με μια «μισή» απάντηση. Θέλουν ολοκληρωμένες απαντήσεις, θέλουν να τα μάθουν όλα. Θέλουν να κατανοήσουν πλήρως ώστε να διαμορφώσουν τη δική τους γνώμη.

Ίσως αυτό είναι που κρύβεται πίσω από αυτό, το να «ενδυναμώνεις» αυτή τη γενιά μεταδίδοντάς τους γνώση για το ποιος ήταν κάποιος. Ή να τους δείχνεις ότι μπορείς να απορρίψεις τα social media, μπορείς να πεις «όχι». Μπορείς να πεις «Δεν χρειάζεται να δέχομαι επιθέσεις».

Νομίζω ότι είναι πολύ δύσκολο για τους νέους σήμερα να διατηρήσουν μια αίσθηση αλήθειας για τον εαυτό τους. Και πιστεύω ότι τη διψούν, ίσως από διαφορετικά μέτωπα.

Κάποιος μου είπε πρόσφατα, και το βρήκα απόλυτα αληθινό: «Ζούμε σε μια εποχή όπου τόσοι πολλοί άνθρωποι παλεύουν να κρατηθούν από κάτι που να συμβολίζει σταθερότητα.» Το βρήκα μια εξαιρετική περιγραφή αυτής της εποχής, ειδικά για τη νεότερη γενιά.

Έτσι, το να σκέφτομαι ότι ίσως να έδωσα σε αυτούς τους νέους κάτι για να συζητήσουν με τους φίλους τους και τις οικογένειές τους είναι πραγματικά τεράστια τιμή. Είναι υπέροχο συναίσθημα.

Πόσα από την προσωπική σας ζωή – την οικογένεια, τα παιδιά ή τους φίλους σας – θα θυσιάζατε για ένα ανώτερο καλό σε σχέση με αυτό που μας οδηγεί στη δουλειά μας;

Δεν θα θυσίαζα ποτέ την οικογένειά μου για τίποτα. Νομίζω ότι αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω. Δεν θα θυσίαζα ποτέ, μα ποτέ, τίποτα από αυτά. Ούτε τις σχέσεις μου, ούτε τον τρόπο που ζούμε. Δεν θα το θυσίαζα, δεν θα το συμβιβαζόμουν. Δεν θα το έκανα ποτέ.

Για μένα, νομίζω ότι είναι δυνατόν να κάνεις και τα δύο παράλληλα: να είσαι παρών για την οικογένειά σου, αλλά και να είσαι παρών στη δουλειά σου και για τους ανθρώπους με τους οποίους συνεργάζεσαι. Και να μπορείς να είσαι παρών και για το κοινό καλό. Το να έχεις επίγνωση του κοινού καλού, το να υποστηρίζεις ανθρώπους που το χρειάζονται, ή σκοπούς που ίσως να μην έχουν μια πλατφόρμα αν δεν σηκωθείς εσύ να μιλήσεις εκ μέρους τους – αυτό είναι σημαντικό.

Έτσι, πάντα προσπαθώ να βρίσκω έναν τρόπο να είμαι παρούσα σε όλους αυτούς τους τομείς. Νομίζω ότι αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να απαντήσω.

Πηγή: ertnews.gr

Related post