Μελέτη: Η απώλεια της όσφρησης συνδέεται με περισσότερες από 100 ασθένειες

 Μελέτη: Η απώλεια της όσφρησης συνδέεται με περισσότερες από 100 ασθένειες

Ερευνητές από τη Σχολή Βιολογικών Επιστημών Charlie Dunlop, σε συνεργασία με το Ερευνητικό Κέντρο Ανθρωπιστικών Επιστημών της Οξφόρδης, ανακάλυψαν μια ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της απώλειας της όσφρησης και της φλεγμονής σε 139 παθήσεις.

Η δυσλειτουργία της όσφρησης μπορεί να αποτελεί πρώιμο σημάδι διαφόρων νευρολογικών και σωματικών ασθενειών, όπως υποδεικνύει η νέα μελέτη.

«Τα νέα δεδομένα είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα επειδή είχαμε ήδη διαπιστώσει ότι η οσφρητική εκπαίδευση μπορεί να βελτιώσει τη μνήμη των ηλικιωμένων κατά 226%», δήλωσε ο Μάικλ Λεόν, ένας από τους επικεφαλής της μελέτης. «Τώρα γνωρίζουμε ότι οι ευχάριστες μυρωδιές μπορούν να μειώσουν τη φλεγμονή, γεγονός που ενδεχομένως υποδεικνύει τον μηχανισμό με τον οποίο τέτοιες οσμές μπορούν να βελτιώσουν την υγεία του εγκεφάλου» πρόσθεσε.

Αυτό το εύρημα, σύμφωνα με τον ερευνητή, θα μπορούσε να έχει σημαντικές επιπτώσεις στον μετριασμό των συμπτωμάτων και ενδεχομένως και στη μείωση της εμφάνισης ορισμένων ασθενειών μέσω θεραπευτικής οσφρητικής διέγερσης.

Η μελέτη εστίασε σε 139 παθήσεις που σχετίζονται τόσο με την απώλεια της όσφρησης όσο και με την αυξημένη φλεγμονή, αποκαλύπτοντας πληροφορίες για μια κοινή οδό που συνδέει αυτούς τους παράγοντες.

Η απώλεια της όσφρησης, η οποία συχνά προηγείται καταστάσεων όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ και η νόσος του Πάρκινσον, μπορεί να χρησιμεύσει ως πρώιμος δείκτης της έναρξης της ασθένειας, επιτρέποντας πιο προληπτικές θεραπευτικές προσεγγίσεις.

«Ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε τις μελέτες για τόσες πολλές παθήσεις», δήλωσε ο Λεόν, υπογραμμίζοντας την πολυπλοκότητα της σύνδεσης της απώλειας της όσφρησης με ένα τόσο ευρύ φάσμα ασθενειών. Η πρόκληση αυτή, πρόσθεσε, υπογραμμίζει τη σημασία αυτών των ευρημάτων για τη αντιμετώπιση της οσφρητικής υγείας ως αναπόσπαστο μέρος της συνολικής ευεξίας.

Τώρα, οι ερευνητές αναπτύσσουν μια συσκευή για την παροχή οσφρητικής θεραπείας, η οποία είναι πολλά υποσχόμενη ως ένας νέος, μη επεμβατικός τρόπος για τη βελτίωση της υγείας.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Frontiers in Molecular Neuroscience».

Related post