Καρκίνος του τραχήλου της μήτρας: Νέα θεραπεία μειώνει τον κίνδυνο θανάτου κατά 40%

 Καρκίνος του τραχήλου της μήτρας: Νέα θεραπεία μειώνει τον κίνδυνο θανάτου κατά 40%

Ένα νέο θεραπευτικό σχήμα για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας μειώνει τον κίνδυνο θανάτου κατά 40%, σηματοδοτώντας τη μεγαλύτερη πρόοδο κατά της νόσου τα τελευταία 25 χρόνια. Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας είναι ο τέταρτος πιο συχνός καρκίνος στις γυναίκες παγκοσμίως, με περίπου 660.000 νέες περιπτώσεις και 350.000 θανάτους κάθε χρόνο, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Πολλές από τις πάσχουσες είναι στην ηλικία των 30 και παρά τις βελτιώσεις στη φροντίδα, ο καρκίνος επιστρέφει έως και στο 30% των περιπτώσεων.

Το νέο θεραπευτικό σχήμα δοκιμάστηκε σε ασθενείς από το Ηνωμένο Βασίλειο, το Μεξικό, την Ινδία, την Ιταλία και τη Βραζιλία οι οποίες στρατολογήθηκαν σε μια περίοδο 10 ετών. Οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε μια σύντομη πορεία χημειοθεραπείας και στη συνέχεια σε χημειοακτινοβολία, την καθιερωμένη θεραπεία για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας που περιλαμβάνει συνδυασμό χημειοθεραπείας και ακτινοθεραπείας.

Σύμφωνα με τη μελέτη, τα αποτελέσματα της κλινικής δοκιμής φάσης 3 έδειξαν ότι ο κίνδυνος θανάτου από τη νόσο μειώθηκε κατά 40%, ενώ ο κίνδυνος επανεμφάνισης του καρκίνου εντός τουλάχιστον μιας πενταετίας μειώθηκε κατά 35%.

Η Δρ. Μέρι ΜακΚόρμακ, επικεφαλής ερευνήτρια της κλινικής δοκιμής στο University College του Λονδίνου (UCL), δήλωσε στον Guardian ότι πρόκειται για την πιο σημαντική ανακάλυψη στη θεραπεία του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας από τα τέλη του περασμένου αιώνα.

«Αυτό είναι το μεγαλύτερο κέρδος από την υιοθέτηση της χημειοακτινοβολίας το 1999», είπε.

Η κλινική δοκιμή Interlace, που χρηματοδοτήθηκε από το Cancer Research UK και το UCL Cancer Trials Centre, εξέτασε εάν ένας σύντομος κύκλος επαγωγικής χημειοθεραπείας πριν από τη χημειοακτινοβολία θα μπορούσε να μειώσει τον κίνδυνο υποτροπής και θανάτου σε ασθενείς με τοπικά προχωρημένο καρκίνο του τραχήλου της μήτρας, ο οποίος όμως δεν είχε εξαπλωθεί σε άλλα όργανα. Στη δοκιμή συμμετείχαν 500 γυναίκες που κατανεμήθηκαν τυχαία για να λάβουν είτε το νέο θεραπευτικό σχήμα είτε την τυπική θεραπεία χημειοακτινοβολίας. Κανένας από τους όγκους των ασθενών δεν είχε εξαπλωθεί σε άλλα όργανα.

Στη μελέτη, μια ομάδα έλαβε το νέο θεραπευτικό σχήμα των έξι εβδομάδων χημειοθεραπείας με καρβοπλατίνη και πακλιταξέλη. Στη συνέχεια υποβλήθηκε σε ακτινοθεραπεία και έλαβε εβδομαδιαίες δόσεις σισπλατίνης και χημειοακτινοβολίας. Η ομάδα ελέγχου υποβλήθηκε μόνο σε χημειοακτινοβολία. Μετά από πέντε χρόνια, το 80% όσων έλαβαν πρώτα μια σύντομη χημειοθεραπεία είχε επιβιώσει, ενώ ο καρκίνος δεν είχε επιστρέψει ούτε εξαπλωθεί για το 72%. Στην ομάδα της τυπικής θεραπείας, είχε επιβιώσει το 72% των γυναικών, ενώ στο 64% δεν είχε επιστρέψει ή εξαπλωθεί ο καρκίνος.

Οι ερευνητές του UCL διαπίστωσαν επίσης ότι το θεραπευτικό σχήμα μείωσε τον κίνδυνο θανάτου κατά 40% και τον κίνδυνο επανεμφάνισης του καρκίνου κατά 35%, όταν συνέκριναν τις δύο ομάδες χρησιμοποιώντας διαφορετική μέτρηση.

«Αυτή η προσέγγιση είναι ένας απλός τρόπος για να κάνουμε μια θετική διαφορά, χρησιμοποιώντας υπάρχοντα φάρμακα που είναι φθηνά και έχουν ήδη εγκριθεί για χρήση σε ασθενείς. Έχει ήδη υιοθετηθεί από ορισμένα κέντρα καρκίνου και δεν υπάρχει λόγος να μην προσφέρεται σε όλους τους ασθενείς που υποβάλλονται σε χημειοακτινοβολία για αυτόν τον καρκίνο» δήλωσε η ΜακΚόρμακ.

«Η προσθήκη χημειοθεραπείας επαγωγής στην έναρξη της θεραπείας χημειοακτινοβολίας για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας έχει αποφέρει αξιοσημείωτα αποτελέσματα. Ένας αυξανόμενος όγκος στοιχείων δείχνει ότι η πρόσθετη χημειοθεραπεία πριν από άλλες θεραπείες, όπως η χειρουργική επέμβαση και η ακτινοθεραπεία, μπορεί να βελτιώσει τις πιθανότητες επιτυχούς θεραπείας για τους ασθενείς. Όχι μόνο μπορεί να μειώσει τις πιθανότητες επανεμφάνισης του καρκίνου, αλλά μπορεί επίσης να παραδοθεί γρήγορα, χρησιμοποιώντας φάρμακα που είναι ήδη διαθέσιμα παγκοσμίως» δήλωσε ο Δρ. Ίαν Φούλκς εκτελεστικός διευθυντής έρευνας και καινοτομίας στο Cancer Research UK.

Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό περιοδικό «The Lancet».

ΠΗΓΗ: Guardian

 

Related post