Ο θρύλος της ΕΥΠ: Ο Βασίλης Γιαννόπουλος και οι μυστικές αποστολές του στην Τουρκία – Είχε εισβάλει απαρατήρητος στη «Στρατιά του Αιγαίου»
Ο Βασίλης Γιαννόπουλος, θρυλική μορφή της ΕΥΠ, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους αξιωματικούς που πέρασαν ποτέ από την ελληνική υπηρεσία πληροφοριών, με πολυετή δράση και σημαντική συνεισφορά σε κρίσιμες επιχειρήσεις.
Γεννημένος στο Κάτω Νευροκόπι της Δράμας, μια περιοχή με εξαιρετικά χαμηλές θερμοκρασίες, έμαθε από μικρός να προσαρμόζεται στις δυσκολίες και να δείχνει αντοχή σε αντίξοες συνθήκες. Το πατριωτικό αίσθημα στην περιοχή ήταν έντονο, και οι μνήμες των προσφύγων από τη Μικρά Ασία επηρέασαν την ανατροφή του. Ο ήχος της τουρκικής γλώσσας δεν του ήταν άγνωστος από τα παιδικά του χρόνια, όμως δεν περίμενε ότι στο μέλλον θα έγραφε τη δική του ιστορία στις χαμένες πατρίδες, δρώντας κρυφά και με την αδρεναλίνη στο ζενίθ.
Αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων το 1969 και ξεκίνησε τη στρατιωτική του καριέρα ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Οι πρώτες του τοποθετήσεις τον έφεραν στην Καβάλα, το Διδυμότειχο και τη Θεσσαλονίκη, ενώ το 1979 υπηρέτησε για δύο χρόνια στην Κύπρο, πέντε χρόνια μετά την εισβολή των Τούρκων. Σε αυτά τα πρώτα χρόνια, πέρασε από όλες τις ειδικές σχολές του Στρατού, εκπαιδευόμενος σε θέματα συλλογής πληροφοριών και κατασκοπείας. Το 1987, ως αντισυνταγματάρχης πια, εντάχθηκε στην Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών (ΚΥΠ), και με άριστη γνώση της τουρκικής γλώσσας ανέλαβε αποστολές στην Τουρκία, αψηφώντας κάθε κίνδυνο.
Η παρακολούθηση της 4ης Στρατιάς
Ο Γιαννόπουλος είχε αναλάβει να παρακολουθεί τη δράση της 4ης Τουρκικής Στρατιάς, γνωστής και ως «Στρατιά του Αιγαίου», που έδρευε στη Σμύρνη. Με κύρια αποστολή του τη συλλογή πληροφοριών που αφορούσαν τα στρατηγικά σχέδια των Τούρκων στο Αιγαίο και τη Θράκη, κατάφερε να διεισδύσει στον πυρήνα των επιχειρήσεών τους, στρατολογώντας έναν υψηλόβαθμο Τούρκο αξιωματικό και καταγράφοντας ζωτικής σημασίας στρατιωτικά στοιχεία. Σε μια από τις πιο παράτολμες επιχειρήσεις του, κατάφερε να εισχωρήσει στο στρατηγείο της 4ης Στρατιάς στον κόλπο του Ντογάνμπεη, υποδυόμενος έναν ρακοσυλλέκτη με νοητική υστέρηση. Εκεί, κατά τη διάρκεια μεγάλης στρατιωτικής άσκησης, διέσχισε αθόρυβα τον καταυλισμό, παρατηρώντας από απόσταση αναπνοής τις τουρκικές κινήσεις και συλλέγοντας χάρτες, σχέδια και έγγραφα, τα οποία μετέφερε κρυφά στα κεντρικά της ΚΥΠ στην Αθήνα.
Η συνάντηση με τον Τούρκο αλεξιπτωτιστή
Σε μια άλλη αποστολή στη Σμύρνη, γνώρισε τυχαία έναν πρώην Τούρκο αλεξιπτωτιστή που είχε συμμετάσχει στην τουρκική εισβολή της Κύπρου. Η επαφή αυτή έγινε πιο στενή, καθώς ο Γιαννόπουλος αντιλήφθηκε πως ο άνδρας υπέφερε από έντονες τύψεις συνείδησης για όσα είχε διαπράξει. «Οταν τον προσέγγισα ο άνθρωπος αυτός βρισκόταν σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θα έλεγα στα όρια της τρέλας, από τις ενοχές. Από τις αρχικές κουβέντες του συμπέρανα ότι πρέπει να είχε σκοτώσει άοπλους αιχμαλώτους πολέμου στη Βόρεια Κύπρο. Αργότερα μου το εξομολογήθηκε ο ίδιος με δάκρυα στα μάτια».
Ο Τούρκος του ζήτησε να τον φέρει στην Ελλάδα για να δικαστεί και να απαλλαγεί από τις ενοχές που τον κατέτρεχαν, αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε, καθώς οι τουρκικές υπηρεσίες τον έθεσαν υπό παρακολούθηση και τελικά εξαφανίστηκε. Χρόνια αργότερα, ο αλεξιπτωτιστής εμφανίστηκε στην τουρκική τηλεόραση, επιβεβαιώνοντας την ιστορία του Γιαννόπουλου.
Η τελευταία αποστολή και η αποχώρηση
Στις αρχές του 1992, ο Βασίλης Γιαννόπουλος πραγματοποίησε την τελευταία του αποστολή σε τουρκικό έδαφος. «Είχα καταλάβει πλέον ότι έπρεπε να φύγω και να πάει κάποιος άλλος. Δεν πήγαινε άλλο, και έτσι ζήτησα να αποδεσμευτώ και να επιστρέψω στην πατρίδα οριστικά», ανέφερε για την απόφασή του να αποσυρθεί από τις ενεργές επιχειρήσεις. Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της τελευταίας αποστολής του, ένιωσε υπερηφάνεια για τη δράση του, η οποία όμως ήταν γνωστή μόνο σε λίγους: τον διοικητή και τον υποδιοικητή της ΚΥΠ, καθώς και τον αρχηγό των Ενόπλων Δυνάμεων.
Η σύζυγός του, με την οποία παντρεύτηκε το 1974, δεν γνώριζε ποτέ τις ακριβείς λεπτομέρειες των αποστολών του, ενώ η κόρη του Μαρία έμαθε για τις δραστηριότητές του μόλις το 2008, όταν τον είδε για πρώτη φορά να μιλά σε τηλεοπτική εκπομπή. Πέθανε τον Ιούνιο του 2020.