Πώς το μικροβίωμα του εντέρου συνδέεται με τον εθισμό στο φαγητό
Ερευνητές στη Λιθουανία διαπίστωσαν πως ορισμένα βακτήρια της μικροχλωρίδας του εντέρου σχετίζονται με τον εθισμό στο φαγητό, μια κατάσταση όπου η ανάγκη για φαγητό γίνεται ψυχαναγκαστική ή ανεξέλεγκτη. Η εν λόγω διαταραχή μπορεί να προάγει την παχυσαρκία και να αλλάξει τη σύνθεση της μικροχλωρίδας του εντέρου.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν τα κριτήρια του Yale Food Addiction Scale 2.0 για να ταξινομήσουν τον ακραίο εθισμό στο φαγητό σε μοντέλα ποντικιών και σε ανθρώπους. Συνέκριναν τη μικροχλωρίδα εθισμένων και μη εθισμένων ποντικών προκειμένου να εντοπίσουν παράγοντες που σχετίζονται με τον εθισμό στο φαγητό. Στη συνέχεια, έδωσαν στα ποντίκια πόσιμο νερό το οποίο περιείχε λακτουλόζη και ραμνόζη (πρεβιοτικά) καθώς και το Blautia wexlerae, ένα βακτήριο που έχει συσχετιστεί με μειωμένο κίνδυνο παχυσαρκίας και διαβήτη.
Οι ερευνητές ανέλυσαν τις υπογραφές της μικροχλωρίδας 15 ατόμων που είχαν εθισμό στο φαγητό και 13 ατόμων που συμμεετίχαν στην ομάδα ελέγχου. Τα βακτήρια -γνωστά ως Proteobacteria– βρέθηκαν σε υψηλές συγκεντρώσεις στα έντερα των ανθρώπων και των ποντικών με εθισμό στο φαγητό, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου. Αντίθετα, τα βακτήρια Actinobacteria βρέθηκαν σε μικρότερες συγκεντρώσεις στους ανθρώπους και τα ποντίκια που ήταν εθισμένοι στο φαγητό. Σε αναλύσεις συσχέτισης, παρατηρήθηκε μειωμένος αριθμός του βακτηρίου B wexlerae σε εθισμένους ανθρώπους και ποντικούς.
Η χορήγηση των πρεβιοτικών, τα οποία είναι γνωστό ότι ευνοούν την ανάπτυξη του Blautia, οδήγησε σε αύξηση του βακτηρίου στα κόπρανα των ποντικιών, καθώς και σε «δραματικές βελτιώσεις» στον εθισμό στο φαγητό. Σε πειράματα λειτουργικής επικύρωσης, η από του στόματος χορήγηση του εν λόγω βακτηρίου σε ποντίκια οδήγησε σε παρόμοια αποτελέσματα.
«Αυτή η νέα κατανόηση του ρόλου της μικροχλωρίδας του εντέρου στην ανάπτυξη του εθισμού στο φαγητό μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την ανάπτυξη βιοδεικτών και καινοτόμων θεραπειών που στοχεύουν τον εθισμό στο φαγητό και τις σχετικές διατροφικές διαταραχές», έγραψαν οι συγγραφείς.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό Gut.