#M2024: Πόσες «Ιστορίες Καλοσύνης» μοιράζεται ο Γιώργος Μαυροψαρίδης με τον Γιώργο Λάνθιμο;
Σε μια ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα, ο Γιώργος Μαυροψαρίδης υποδέχτηκε το κοινό που παρακολούθησε το master class του, με αφορμή την πρεμιέρα της ταινίας «Ιστορίες Καλοσύνης» που προβλήθηκε στο πλαίσιο του Mediterrane Film Festival στη Μάλτα. Οι νεαροί μαθητές, οι φανατικοί θαυμαστές της συνεργασίας των «Δύο Γιώργων» (σ.σ. όπως τους αποκαλούν) αλλά και το μυστήριο που έχουν δημιουργήσει οι κριτικές που το αποθεώνουν και συγκρούονται με αυτές που… δεν το καταλαβαίνουν.
Λίγο πριν την έναρξη αυτής της εκδήλωσης, καταφέραμε να ξεκλέψουμε λίγο από το χρόνο του και συζητήσαμε με αφορμή το φεστιβάλ και τις εκδηλώσεις του, για τον κινηματογράφο και τις συνεργασίες που αγαπάει.
Συνέντευξη στον Γιώργο Μαυροψαρίδη από τον Αλέξανδρο Ρωμανό Λιζάρδο
«Η αλήθεια είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που καλούμαι να δώσω ένα Master Class στο εξωτερικό για τη δουλειά μου, κυρίως (για τις συνεργασίες μου) με το σκηνοθέτη Γιώργο Λάνθιμο για το μοντάζ των ταινιών του», θα πει. «Πάντα αισθάνομαι μεγάλη χαρά όταν βρίσκομαι ανάμεσα σε νέους που προσπαθώ να τους κατά κάποιο τρόπο, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω τη λέξη, να τους εμπνεύσω για το είδος του κινηματογράφου που εμπνέει και με καλύπτει προσωπικά και μου δημιουργεί χαρά. Στα master class προσπαθώ να επικοινωνήσω ότι κατά κάποιο τρόπο υπάρχουν 2 είδη κινηματογράφου το ένα αυτό το οποίο πιστεύω εγώ (ως αντιπροσωπευτικό της δουλειάς μου, υπογραμμίζει ότι) ο κινηματογράφος μπορεί να ανοίξει τον ορίζοντα των ανθρώπων, να τους εμπνεύσει για κάτι διαφορετικό, για κάτι πιο ουσιαστικό ώστε να μην μεταπηδήσουν σ’ αυτό το είδος του κινηματογράφου που απλά χαρακτηρίζεται ως ανούσια ψυχαγωγία, που επαναλαμβάνει τα μοτίβα σκέψης των ανθρώπων και τους κρατάει εγκλωβισμένους στις συνήθειες τους. Είναι πολύ ουσιαστική η δουλειά του κινηματογράφου πιστεύω στην αναγνώριση και στην γνώση του εαυτού μας. Θα μπορούσε προς αυτή την κατεύθυνση να κινηθεί κάποιος νεότερος χωρίς να θέλει να μπλέξει σε μια βιομηχανία ψυχαγωγίας γνωστή και ως entertainment».
Σε ερώτηση μου σχετικά για την επιπρόσθετη συνεισφορά των μοντέρ στην κινηματογραφική γλώσσα αλλά και το ύφος μιας ταινίας, διαχώρισε με ταπεινότητα τη θέση του: «Εμένα δεν μου είναι εύκολο να το αποδεχτώ αυτό (σ.σ. δηλαδή ότι μοντέρ έχει μια ίση συνεισφορά στο πρότζεκτ με αυτή του σκηνοθέτη) με την έννοια ότι το μοντάζ είναι η γλώσσα του σκηνοθέτη. Εγώ συμμετέχω στη διαμόρφωση αυτής της γλώσσας, αλλά το «που βαδίζουμε» και την κατεύθυνση, ουσιαστικά την παίρνω από το σκηνοθέτη και από το υλικό του. Ιδιαίτερα με τον Γιώργο Λάνθιμο έχουμε μια ιδανική ισορροπία με την έννοια ότι έχω κατανοήσει εξαρχής το κινηματογραφικό του όραμα. Έχω επίσης κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο συνθέτει αυτό το περίεργο σύμπαν και σε αυτό η συμβουλή μου είναι (συγκεκριμένη) σα να έχω τη μουσική του σκηνοθέτη και να πρέπει να εκτελέσω ένα κομμάτι. Βέβαια, μέσα σε αυτό, οι προσωπικότητες μας όπως και ο τρόπος έκφρασης μας, παραμένουν ξεκάθαροι, αλλά πάντα όλο αυτό πρέπει να στοχεύει ή να συμβαδίζει με το όραμα του σκηνοθέτη, να είναι στο κοινό DNA». Επανερχόμενος στην αρχική κουβέντα, θα συμπληρώσει: «Αυτό που νομίζω χαρακτηρίζει τη μέθοδο στην οποία αναφέρθηκες, (βρίσκεται συχνότερα) στον κινηματογράφο της ψυχαγωγίας, του entertainment, του συνηθισμένου. Πάντα προσπαθούμε να φέρουμε σε επαφή τον άνθρωπο με τις δικές του, βαθύτερες σκοτεινές σκέψεις, με τις αναζητήσεις του, με τα ερωτηματικά του και να τον βάλουμε σε μια φάση αυτοαναζήτησης. Τώρα αυτό δεν ξέρω πόσο επιτυγχάνεται γιατί είναι μια δουλειά που πάει «από κάτω προς τα πάνω» και εμείς πάντα ελπίζουμε ότι θα επιτευχθεί. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη μέθοδος. Πάντα… προσπαθούμε να την ξαναβρούμε μέσα από κάθε ταινία σαν να είναι καινούργια γλώσσα».
Η ταινία «Ιστορίες Καλοσύνης» δίχασε το κοινό. Άλλοι, εστιασμένοι στην αυτοτέλεια των τριών ιστοριών για την υπερβατική επιβολή εξουσίας, απόλαυσαν τη σκληρή, καυστική, κριτική και αποσπασματική καταγραφή των γεγονότων μια άλλη μερίδα κοινού θεώρησε «καταχρηστική» τη σύνδεση τους σε ένα άξονα γεγονότων. «Καταρχήν επέτρεψε μου να πω ότι η διαφορά αυτής της ταινίας, που προφανώς οι θεατές θα την έχουν καταλάβει ήδη σε σχέση με τις προηγούμενες που το ακούω συνεχώς, είναι οι «ιστορικές» στιγμές. Στο “Poor Things” ο Λάνθιμος ήταν πολύ πιο αισιόδοξος, με την έννοια του άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα, τότε που η επιστήμη μόλις αρχίζει να αποκτά υπόσταση. Υπήρχε ελπίδα για το μέλλον της ανθρωπότητας και αυτό επέτρεπε μια αισιοδοξία ως προς την πορεία της ανθρωπότητας. Τώρα όμως, μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους και με την πορεία που έχει πάρει ο άνθρωπος, θα ήταν λίγο παράδοξο να υπάρχει αυτή η αισιοδοξία. Γι’ αυτό και η σκληρότητα, αν θες, αυτής της ταινίας και η εμβάθυνσή της στις σκοτεινές πτυχές του ανθρώπου. Οι ιστορίες, ναι, είναι ανεξάρτητες. Υπήρχε όμως μια προσπάθεια συνειδητή εκ μέρους μας και βέβαια από τον σκηνοθέτη, γιατί και οι ίδιοι ηθοποιοί που παίζουν κατά κάποιο τρόπο, μπορεί κάποιος να τους δει ως εξέλιξη του ίδιου χαρακτήρα. Παραδείγματος χάρη ο Γουίλεμ Νταφό είναι το αφεντικό στη μία περίπτωση, στην άλλη ο πατέρας και στην τρίτη ο αρχηγός μιας σέκτας. Αντίστοιχα ο Τζέσε Πλέμονς έχει μια παραξενιά στην πρώτη ιστορία που μπορεί να δικαιολογήσει το χαρακτήρα του, στη τον ανταγωνισμό που αργότερα αναπτύσσεται ανάμεσα τους με την Έμμα Στόουν, στη δεύτερη είναι σαφέστερος και στην τρίτη ακόμα πιο εξελιγμένος. Υπάρχουν στοιχεία τα οποία όμως δεν είναι δομικά στο σενάριο ώστε να προσέξει κάποιος αυτή την σύνδεση ας το πούμε. Το μόνο στοιχείο είναι ο χαρακτήρας που συνδέει αυτές τις θεωρίες, ο RMN που επιθυμεί για κάποιο λόγο να πεθάνει. Αυτή η σύνδεση επιδιώξαμε να μην είναι όπως σου είπα γραμμική να υπάρχει στο σενάριο μόνο σαν μια ιδέα, ένας χρωματισμός πίσω από το κύριο θέμα. Και βέβαια αυτό προϋποθέτει την συμμετοχή και την ανακάλυψη από το θεατή αυτών των μικρών συνδέσεων, αλλά βασικά η μεγαλύτερη σύνδεση είναι αυτή η σχέση με την εξουσίας και εξουσιαζόμενου που είναι κοινή και στις 3 (ιστορίες) με διαφορετικές αποχρώσεις κατά κάποιο τρόπο. Τώρα αν αυτό είναι πετυχημένο ή όχι, δεν είναι το ζητούμενο. Το ζητούμενο για μένα είναι να μπορέσει ο θεατής να μπει σε αυτούς τους προβληματισμούς, όπως και εσύ να προβληματιστεί με το αν υπήρχε ή όχι σύνδεση και να αναρωτηθεί αναφορικά με αυτό, τέλος, να την ερμηνεύσει με τη δική του προσωπική ματιά. Δυστυχώς δεν μπορώ να τις δω τις ιστορίες ως (τρείς) ξεχωριστές (ταινίες μεσαίου μήκους) γιατί πάντα υπάρχει στο μυαλό μου η σύνδεση ανάμεσα σε αυτές με την έννοια ότι στην πρώτη εξετάζεται η εξουσία πάνω σε κάποιον που οικειοθελώς την αποδέχεται με ένα στρεβλό τρόπο. Το σχόλιο σου για τη δεύτερη ιστορία (σ.σ. από επιλογή δεν προστέθηκε στο τελικό κείμενο γιατί περιλαμβάνει spoiler) είναι πάρα πολύ σημαντικό γιατί όντως υπάρχει μια θυσία από την μεριά της Emma στο να δεχτεί αυτό τον άντρα, όπως είναι και για τις παραξενιές του.
Στην Τρίτη (ιστορία κυριαρχεί) η απόλυτη εξουσία του αρχηγού της σέκτας. «Ξέραμε ότι θα είναι μία μεγάλη ταινία σε διάρκεια καθώς αποτελείται από 3 ιστορίες. Η προσπάθεια πάντα ήταν να κρατάμε το ενδιαφέρον του κοινού, την περιέργεια του να του δημιουργούμε προσμονές για να τον κρατήσουμε αν είναι δυνατόν σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας, να μην παρατήσει την ταινία και να πει (προκαταβολικά) «τώρα δεν ξέρω τι βλέπω» ή «δεν μου αρέσει» ή «βαρέθηκα», δηλαδή αυτό που παλιά λέγαμε «κάνει κοιλιά». Θέλαμε να έχει μια άμεση επαφή ανά πάσα στιγμή με το κοινό έστω και αν αυτό μπορούσε να δημιουργήσει αρνητικά συναισθήματα. Όταν μας λένε κάποια δύσκολα πράγματα, σίγουρα δεν τα δεχόμαστε με ευκολία και πρέπει να επεξεργαστούμε. Σε αυτό τον τομέα νομίζω ότι η ταινία «Ιστορίες Καλοσύνης» τα έχει καταφέρει. Ελπίζω σε μια δεύτερη ανάγνωση ή και σε τρίτη ανάγνωση (σ.σ. από τους θεατές), ώστε να είναι σαφές ότι αναφερόμαστε στην σχέση εξουσίας και εξουσιαζόμενου».
Η ταινία στο εξωτερικό κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Είδη Καλοσύνης» ενώ στην Ελλάδα η απόδοση του αγγλικού τίτλου ήταν «Ιστορίες Καλοσύνης», νοηματοδοτωντας εν μέρη διαφορετικά τη σχέση της με τα γεγονότα που παρουσιάζονται. «Ναι, έχεις δίκιο σ’ αυτό» θα συμφωνήσει. «Οι δύο τίτλοι (νοηματοδοτούν) διαφορετικά την υπόθεση. Μ’ αρέσουνε και όλοι οι 2 τίτλοι. Το «ιστορίες» έχει να κάνει με αυτό που ξέρουμε εμείς ως τις διαφορετικές εκδοχές, ας πούμε της καλοσύνης, αν και κάπως συνδέεται με τα είδη καλοσύνης. Δεν είναι τόσο ειρωνικός όντως όπως παρατήρησες. Ο τίτλος όσο μοντάραμε την ταινία, άλλαξε 3 φορές, οπότε δεν είχα χρόνο να το επεξεργαστώ. Ξεκινήσαμε με το “RMF”. Μετά επειδή βγήκε μια ταινία του Μουνγκίου, που νομίζω είχε τον ίδιο τίτλο, άρα έπρεπε να αλλάξει ξανά. Για ένα μεγάλο διάστημα τη λέγαμε “And” και στο τέλος καταλήξαμε στο “Kinds of Kindeness”. Δεν Πρόλαβα να σου πω την αλήθεια να το χωνέψω παρά μόνο τώρα που την είδα και εγώ την ταινία, καταλαβαίνω πως κατά κάποιο τρόπο δίνει (ο νέος τίτλος) ένα στίγμα για την παρακολούθηση της ταινίας και ειρωνικό και… όχι ειρωνικό. Ξέρεις όταν ξεκινά η ταινία με αυτό το μπιτάτο τραγούδι που ξεσηκώνει κάπως τα πλήθη και αμέσως μετά ανατρέπεται λόγω των καταστάσεων… επιρεάζεσαι. Υπάρχει δηλαδή αυτή η ανατροπή στη σκέψη των «ειδών καλοσύνης» και ξαφνικά (σκέφτεσαι άλλες αναγνώσεις της) καλοσύνης ή το πως η καλοσύνη μπορεί να μετεξελιχθεί σε κάτι βάναυσο ή διαφορετικό. Πάντα μου έρχονται αυτά στο μυαλό, αλλά τώρα τελευταία και εγώ αρχίζω και το σκέφτομαι αλλιώς… με όλες αυτές τις διακυμάνσεις των τίτλων».
Πηγή: ertnews.gr