Στουρνάρας: Εφιάλτης για τις οικονομίες η κλιματική αλλαγή – Σε 5 μέτωπα οι μεγάλες προκλήσεις

 Στουρνάρας: Εφιάλτης για τις οικονομίες η κλιματική αλλαγή – Σε 5 μέτωπα οι μεγάλες προκλήσεις

Στις πέντε μεγάλες οικονομικές «πληγές» που αναμένεται να προκαλέσει ο εφιάλτης της κλιματικής αλλαγής, αναφέρθηκε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας σήμερα στην ετήσια Τακτική Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, με θέμα: «Βιώσιμη Ανάπτυξη, Οικονομία, Κεντρικές Τράπεζες και ο Χρηματοπιστωτικός Τομέας».

Όπως είπε ο κ. Στουρνάρας «οι μακροοικονομικές επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή είναι εξαπλάσιες, σε όρους απώλειας προϊόντος, από αυτές που πιστεύαμε. Μια αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 1 βαθμό Κελσίου μπορεί να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ σταδιακά, έως και κατά 12% σωρευτικά μετά από 6 χρόνια, με τις μειωτικές επιδράσεις στο ΑΕΠ να συνεχίζονται ακόμη και 10 χρόνια μετά. Έτσι, βλέπουμε ότι οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης μπορεί είναι εξαιρετικά σοβαρές.

Δεύτερον, η οικονομική ανάπτυξη πλήττεται και από ακραία καιρικά φαινόμενα (ξηρασίες, πλημμύρες κτλ.), τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα. Για παράδειγμα, βραχυπρόθεσμα μπορεί να προκληθούν ζημίες στις υποδομές, στον κτιριακό εξοπλισμό και στο υλικό κεφάλαιο των επιχειρήσεων. Επιπλέον, η οικονομική δραστηριότητα σε περιοχές πληγείσες από φυσικές καταστροφές μπορεί να περιοριστεί ή και να διακοπεί, προκαλώντας στρεβλώσεις και στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Σύμφωνα με μελέτες, τα ακραία καιρικά φαινόμενα εκτιμάται ότι οδηγούν σε μείωση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ κατά περισσότερο από 0,5 ποσοστιαία μονάδα τη χρονιά που συμβαίνουν. Ακόμη και αν ανακάμψει σταδιακά η παραγωγή, η αυξημένη αβεβαιότητα θα συνεχίσει να επηρεάζει τις καταναλωτικές και επενδυτικές επιλογές, την παραγωγικότητα της εργασίας και την απασχόληση, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα.

Τρίτον, σε σχέση με τον πληθωρισμό, πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η υπερβολική άνοδος της θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες ασκεί ανοδικές πιέσεις στις τιμές των τροφίμων, ιδιαίτερα στις θερμότερες χώρες.

Τέταρτον, η κλιματική αλλαγή αναμένεται να επηρεάσει δυσανάλογα διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές και τομείς της οικονομίας, και άρα οι επιπτώσεις στον πληθωρισμό δεν θα είναι ίδιες σε όλες τις χώρες της ευρωζώνης, δημιουργώντας μια επιπλέον πρόκληση για την ομαλή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής.

Πέμπτον, επιπτώσεις στο προϊόν και τον πληθωρισμό αναμένονται και από την πράσινη μετάβαση, τα μέτρα και τις πολιτικές προς καθαρές μηδενικές εκπομπές, τις επιδοτήσεις και τη σχετική φορολόγηση.

Αναφερόμενος στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Τράπεζας της Ελλάδος στη διαμόρφωση ενός υποστηρικτικού πλαισίου για τη βιώσιμη ανάπτυξη, σημείωσε ότι «οι κεντρικές τράπεζες μπορούν και έχουν ήδη αναλάβει ενεργό δράση, πάντοτε εντός των ορίων της εντολής τους και προς όφελος των κοινωνιών. Έχουν λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την ίδια τη λειτουργία τους, την άσκηση της νομισματικής πολιτικής και βεβαίως τις εποπτικές τους αρμοδιότητες…

Στην Τράπεζα της Ελλάδος η κλιματική αλλαγή και η βιωσιμότητα ήταν πάντα ψηλά στην ατζέντα μας. Ξεκινήσαμε να ασχολούμαστε με αυτά τα ζητήματα το 2009, όταν συστήσαμε τη διεπιστημονική Επιτροπή Μελέτης των Επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ). Έκτοτε, εργαζόμαστε συστηματικά στην έρευνα, συμβάλλοντας και στη χάραξη πολιτικής, ώστε να περιοριστούν οι δυσμενείς επιπτώσεις και να διευκολυνθεί η προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.»

Ειδικά για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα υπογράμμισε ότι «…από τη μία πλευρά, οι φυσικές καταστροφές, που ενισχύονται σε συχνότητα και ένταση, μπορούν να οδηγήσουν σε αυξημένες επισφάλειες λόγω ζημιών σε περιουσίες και επιχειρήσεις και απομείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Από την άλλη πλευρά, η χρηματοδότηση της μετάβασης σε μια οικονομία μηδενικών καθαρών εκπομπών άνθρακα, η υιοθέτηση πράσινων πρακτικών, οι τεχνολογικές εξελίξεις, αλλά και οι μεταβολές στις προτιμήσεις των επενδυτών και των καταναλωτών, αποτελούν πρόκληση. Επομένως, οι τράπεζες απαιτείται να κατανοήσουν αυτούς τους κινδύνους και σταδιακά να τους ενσωματώσουν στη διακυβέρνηση, στο πλαίσιο διαχείρισης κινδύνων και στην πιστοδοτική πολιτική τους.»

Related post