Μελόνι και Μιλέι: Το νεοφιλελεύθερο πρόσωπο του λαϊκισμού στις δύο πλευρές του Ατλαντικού

 Μελόνι και Μιλέι: Το νεοφιλελεύθερο πρόσωπο του λαϊκισμού στις δύο πλευρές του Ατλαντικού

Όταν ο Αργεντίνος ακροδεξιός πολιτικός Χαβιέρ Μιλέι από αουτσάιντερ εξελέγη πρόεδρος της Αργεντινής τον περασμένο Νοέμβριο, ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που τον συνεχάρη ήταν η Ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι. Τον Φεβρουάριο, ο Μιλέι ανταπέδωσε την συμβολική κίνηση κάνοντας την Ιταλία την πρώτη χώρα στην Ευρώπη που επισκέφθηκε ως πρόεδρος.

Έκτοτε, οι δύο ηγέτες δεν έχουν παρά επαίνους ο ένας για τον άλλον και αλληλοϋποστηρίζονται, δεδομένων και των πολλών απόψεων και θέσεων που μοιράζονται, όπως η αντίθεση στην άμβλωση και η εχθρότητα προς την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα.

Θεωρητικά, και οι δύο εκφράζουν έναν κοινωνικά συντηρητικό «λαϊκισμό», κεφαλαιοποιώντας την αυξανόμενη απογοήτευση των πολιτών των χωρών τους από τους πολιτικούς του κατεστημένου, στους οποίους καταλογίζουν ότι υπηρετούν «δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης».

Όμως οι δεσμοί μεταξύ των δύο ηγετών δεν βασίζονται αποκλειστικά στην ιδεολογική συγγένεια. Άλλωστε, υπάρχουν πολλά θέματα στα οποία δεν ταυτίζονται. Για παράδειγμα, η Ιταλίδα πρωθυπουργός ηγείται ενός εθνικιστικού κόμματος με ιστορικούς δεσμούς με τον φασισμό, ενώ ο πρόεδρος της Αργεντινής αυτοπροσδιορίζεται ως «ελευθεριακός» και «αναρχοκαπιταλιστής». Ενώ η Μελόνι έχει θέσει τον περιορισμό της μετανάστευσης ως κύριο στόχο της κυβέρνησής της, από την άλλη ο Μιλέι παρουσιάζεται σε μεγάλο βαθμό αδιάφορος για το θέμα.

Φαίνεται ότι ο πιο σημαντικός παράγοντας που φέρνει κοντά τους δύο ηγέτες δεν είναι μόνο οι κοινές ιδεολογικές πεποιθήσεις, αλλά και ένας «νεοφιλελεύθερος λαϊκισμός» που γίνεται εμφανής αν εξεταστούν οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόζουν στις χώρες τους.

Εσωτερική πολιτική

Ο Μιλέι κατάφερε να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές εκμεταλλευόμενος το κύμα οργής που είχε απλωθεί στον πληθυσμό της χώρας μετά από δεκαετίες οικονομικών κρίσεων και ενδημικής διαφθοράς στην Αργεντινή. Υποσχέθηκε ότι θα «επανεκκινήσει» το σύστημα εξουσίας και πορεύτηκε κατά την προεκλογική του εκστρατεία με το σύνθημα «έξω όλοι», αναφερόμενος στους παραδοσιακούς πολιτικούς και την οικονομική ελίτ της χώρας. Υποσχέθηκε επίσης να μειώσει τις κρατικές δαπάνες μέσω ιδιωτικοποιήσεων, να μειώσει τον πληθωρισμό και να ξαναζεστάνει με χρήματα τις τσέπες των Αργεντινών, που ήταν άδειες από καιρό.

Όμως, μετά την ανάληψη της εξουσίας ξεκαθάρισε ότι δεν έχει την πρόθεση να ευχαριστήσει το κοινό που τον έφερε στην εξουσία. Προχώρησε σε περικοπές στις κρατικές επιδοτήσεις σε καύσιμα και μεταφορές και ανακοίνωσε μειώσεις στον προϋπολογισμό για τα δημόσια πανεπιστήμια.

Χωρίς να λαμβάνει υπόψη του την κατακόρυφη πτώση της αποδοχής του, προχωρά σε μεταρρυθμίσεις που, παρά τα εγκωμιαστικά σχόλια από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έχουν ξεσηκώσει ήδη θύελλα λαϊκών αντιδράσεων: έκλεισε κρατικές υπηρεσίες, απέλυσε χιλιάδες δημόσιους υπαλλήλους και μείωσε τις συντάξεις και τους μισθούς με σκοπό να προσελκύσει περισσότερες επενδύσεις. Με μεγάλο μέρος της κοινωνίας πλέον απέναντί του και όχι την οικονομική ελίτ, πολλοί Αργεντινοί αμφισβητούν ήδη πόσο «λαϊκός» είναι στην πραγματικότητα ο λαϊκισμός του Μιλέι.

Στην Ιταλία, τα διαπιστευτήρια που έχει καταθέσει η Μελόνι τελούν εξίσου υπό σφοδρή αμφισβήτηση. Τον Αύγουστο, η πρωθυπουργός προχώρησε σ’ ένα αιφνιδιαστικό πλήγμα στις ιταλικές τράπεζες, επιβάλλοντας εφάπαξ φόρο 40% στα κέρδη τους που προκύπτουν από τα υψηλότερα επιτόκια, αφού τις επέπληξε ότι δεν επιβράβευαν τις καταθέσεις των πολιτών. Με αυτήν την παραδοσιακά λαϊκίστικη κίνηση – στο πλευρό του λαού και ενάντια στις τράπεζες –κέρδισε σωρεία επαίνων από τους υποστηρικτές της, όμως λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά την αυστηρή προειδοποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και την αντίδραση του εγχώριου τραπεζικού λόμπι, η Μελόνι επανεξετάζει τη στάση της και μειώνει σε μεγάλο βαθμό τον φόρο που είχε ανακοινώσει. Και αυτό δεν ήταν το μόνο δείγμα στον χρηματοπιστωτικό τομέα:  πριν από τις εκλογές του 2022 που την έφεραν στην εξουσία, η Μελόνι και το κόμμα της, «Αδελφοί της Ιταλίας» (Fratelli d’Italia), έκαναν πραγματική σταυροφορία κατά της ανακεφαλαιοποίησης της παλαιότερης τράπεζας της Ιταλίας, της Monte dei Paschi di Siena. Ωστόσο, με την ανάληψη της εξουσίας, άλλαξε διαμετρικά τη στάση της, υποστηρίζοντας τις ιδιωτικοποιήσεις. Πρόσφατα, η ιταλική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να συγκεντρώσει περίπου 20 δισ. ευρώ σε τρία χρόνια, πουλώντας μια σειρά από κρατικές εταιρείες, συμπεριλαμβανομένων των σιδηροδρόμων και του ταχυδρομείου.

Εξωτερική πολιτική

Στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής, επαναλαμβάνεται ένα παρόμοιο μοτίβο. Ο Μιλέι υποστηρίζει ανοιχτά και με ενθουσιασμό τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα σε κάθε μέτωπο, χωρίς να δίνει σημασία αν υπάρχει λαϊκή βάση για τη συναίνεση αυτή στη χώρα του. Είναι προκατειλημμένος, ή ακόμα και εχθρικός, κατά της Κίνας, υποστηρίζει την Ουάσιγκτον σε οποιαδήποτε ενέργεια κι αν προβεί οπουδήποτε στον κόσμο και θεωρεί τον εαυτό του «φανατικό υπέρμαχο του Ισραήλ». Στον απλουστευμένο κόσμο που παρουσιάζει, υπάρχει μία ηθική και ελεύθερη Δύση που στέκεται δυνατά απέναντι σε ένα επικίνδυνο συνονθύλευμα δολοφόνων κομμουνιστών και σοσιαλιστών.

Η Μελόνι από την πλευρά της προσπαθεί θεωρητικά να επαναφέρει την Ιταλία στον χάρτη ως ένα ισχυρό και ανεξάρτητο κράτος, όμως σε καμία περίπτωση δεν προχωρά σε κινήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια των ΗΠΑ. Για παράδειγμα, στο πρόσφατο βιβλίο της «Είμαι η Τζόρτζια», η Ιταλή πρωθυπουργός υποστήριζε μια καλύτερη σχέση με τη Ρωσία, όμως όταν έγινε επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης, συντάχθηκε αμέσως με την Ουάσιγκτον και υιοθέτησε ακέραιες τις αντιρωσικές πολιτικές, όχι μόνο στο ουκρανικό μέτωπο, αλλά και στον πόλεμο του Ισραήλ στη Γάζα.

Ούτε όμως στην Ευρώπη η Τζόρτζια Μελόνι υποστήριξε αυτά που με θέρμη έλεγε όσο βρισκόταν στην αντιπολίτευση. Από τον σφοδρό σκεπτικισμό της απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), όπως και η πλειοψηφία των βασικών υποστηρικτών της, μόλις ανέβηκε στην εξουσία, πέρασε γρήγορα στην πλήρη σύμπλευση ευθυγραμμίστηκε γρήγορα με τους θεσμικούς εκπροσώπους της ΕΕ, όπως η Γερμανίδα πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Μπορεί η Μελόνι περιστασιακά να επικρίνει την ευρωπαϊκή ακαμψία στο θέμα της αντιμετώπισης του ιταλικού χρέους, αλλά αυτές οι δηλώσεις δεν μεταφράζονται ποτέ σε καμία πράξη.

Σήμερα, τόσο η Ιταλία όσο και η Αργεντινή υποφέρουν από σοβαρά προβλήματα – από το αυξανόμενο κόστος ζωής και τις υπό κατάρρευση κοινωνικές υπηρεσίες μέχρι την ανεργία και την έλλειψη προοπτικών για τους νέους – και αναμφίβολα, όπως απέδειξαν και οι τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις στις δύο χώρες, οι πολίτες θέλουν να δουν μια γενικότερη αναμόρφωση του συστήματος. Όμως οι λαϊκιστές ηγέτες των δύο χωρών, αντί να επικεντρώνονται στην αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων φαίνεται να ενδιαφέρονται περισσότερο για την αντιμετώπιση «εξωτερικών απειλών», κυρίως από τη Ρωσία και την Κίνα.

Πηγή: Al Jazeera

 

Related post