Νέο ερευνητικό ινστιτούτο εστιάζει στον έγκαιρο εντοπισμό του καρκίνου
Επιστήμονες σε ένα νέο ινστιτούτο για τον καρκίνο στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, έχουν ξεκινήσει έρευνες που εντοπίζουν αλλαγές στα κύτταρα πολλά χρόνια πριν αυτά εξελιχθούν σε όγκους. Οι έρευνες αυτές θα βοηθήσουν στο σχεδιασμό νέων τρόπων αντιμετώπισης του καρκίνου, εκτιμούν οι ερευνητές.
Το Ινστιτούτο για τον Πρώιμο Καρκίνο (Early Cancer Institute) – το οποίο μόλις έλαβε δωρεά ύψους 11 εκατομμύριων στερλινών από ανώνυμο δωρητή – επικεντρώνεται στην εξεύρεση τρόπων αντιμετώπισης των όγκων πριν αυτοί προκαλέσουν συμπτώματα. Η έρευνα θα αξιοποιήσει πρόσφατες ανακαλύψεις που έδειξαν ότι πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν προκαρκινικές καταστάσεις οι οποίες όμως εκδηλώνονται μετά από χρόνια.
«Η καθυστέρηση στην ανάπτυξη του καρκίνου μπορεί να διαρκέσει για χρόνια- μερικές φορές μια ή και δύο δεκαετίες- πριν η κατάσταση εκδηλωθεί απότομα στους ασθενείς», δήλωσε η διευθύντρια του ινστιτούτου Ρεμπέκα Φιτζέραλντ.
«Τότε οι γιατροί διαπιστώνουν ότι αγωνίζονται να θεραπεύσουν έναν όγκο ο οποίος έχει πλέον εξαπλωθεί στο σώμα του ασθενούς. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική προσέγγιση η οποία θα μπορεί να ανιχνεύει έγκαιρα ένα άτομο που διατρέχει κίνδυνο καρκίνου, χρησιμοποιώντας τεστ που μπορούν να χορηγηθούν σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων» πρόσθεσε.
Η Φιτζέραλντ και η ομάδα της ανέπτυξαν μια νέα διαγνωστική εξέταση για τον εντοπισμό παθήσεων του οισοφάγου, όπως ο οισοφάγος Barrett. Ο εντοπισμός κυτταρικών αλλαγών κατά τον έλεγχο είναι σημαντικός για να διασφαλιστεί ότι παθήσεις όπως αυτές δεν εξελίσσονται σε καρκίνο του οισοφάγου. Ο προσυμπτωματικός έλεγχος επιτρέπει τον εντοπισμό κυτταρικών αλλαγών και την χορήγηση μιας απλής θεραπείας.
Το Cytosponge που ανέπτυξαν οι ερευνητές του ινστιτούτου είναι μια μικρή κάψουλα η οποία συνδέεται με ένα λεπτό κορδόνι. Μετά την κατάποση, η επικάλυψη της κάψουλας (χορτοφαγική ζελατίνη) διαλύεται στο στομάχι για να απελευθερώσει ένα μικρό βουρτσάκι, το οποίο όταν αφαιρεθεί, επιτρέπει τη συλλογή κυττάρων από το βλεννογόνο του οισοφάγου. Στη συνέχεια, οι ερευνητές μελετούν τα κύτταρα αυτά για να εντοπίσουν τυχόν ανωμαλίες. Η ίδια η εξέταση διαρκεί περίπου 15 λεπτά και έχει διαπιστωθεί σε αρκετές μελέτες ότι είναι ασφαλής, καλά ανεκτή και αποτελεσματική. Το σημαντικότερο είναι ότι η εξέταση αυτή μπορεί να χορηγηθεί απλά και σε ευρεία κλίμακα.
Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τις τρέχουσες μεθόδους ανίχνευσης άλλων τύπων καρκίνου, εξήγησε η ερευνήτρια.
«Σήμερα, εντοπίζουμε αργά πολλούς καρκίνους και αναγκαζόμαστε να χορηγήσουμε φάρμακα τα οποία γίνονται όλο και πιο ακριβά. Συχνά παρατείνουμε τη ζωή κατά μερικές εβδομάδες με κόστος δεκάδων χιλιάδων στερλινών. Πρέπει να το δούμε αυτό από διαφορετική οπτική γωνία» πρόσθεσε.
Μια προσέγγιση που χρησιμοποιεί το ινστιτούτο – το οποίο πρόκειται να μετονομαστεί σε Li Ka-shing Early Cancer Institute από το όνομα του φιλάνθρωπου από το Χονγκ Κονγκ, ο οποίος έχει υποστηρίξει άλλες έρευνες του βρετανικού πανεπιστημίου για τον καρκίνο – επικεντρώνεται σε δείγματα αίματος. Τα δείγματα αυτά έχουν δοθεί από γυναίκες, στο πλαίσιο άλλων υπηρεσιών προσυμπτωματικού ελέγχου για καρκίνο των ωοθηκών.
«Έχουμε περίπου 200.000 δείγματα τα οποία είναι ανεκτίμητα», δήλωσε ο Τζέιμι Μπλάντελ, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας στο ινστιτούτο.
Χρησιμοποιώντας αυτά τα δείγματα, οι ερευνητές εντόπισαν αλλαγές που διαφοροποιούν τους δότες που διαγνώστηκαν με καρκίνο του αίματος, 10 ή και 20 χρόνια μετά την παροχή των δειγμάτων, με εκείνους που δεν εμφάνισαν τέτοιες παθήσεις.
«Διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν σαφείς γενετικές αλλαγές στο αίμα ενός ατόμου περισσότερο από μια δεκαετία πριν εμφανίσει συμπτώματα λευχαιμίας», δήλωσε ο ερευνητής. «Αυτό δείχνει ότι υπάρχει ένα μεγάλο παράθυρο ευκαιρίας που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς για να παρέμβει και να χορηγήσει θεραπείες οι οποίες θα μειώσουν τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου» εξήγησε.
Ο εντοπισμός των ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο καρκίνου – για παράδειγμα, άτομα από οικογένειες που έχουν κληρονομική προδιάθεση για όγκους – θα αποτελέσει βασικό μέρος της στρατηγικής του ινστιτούτου. Επιπλέον, θα επικεντρωθεί στην εξεύρεση τρόπων μείωσης των κινδύνων καρκίνου, καθώς και στην εξασφάλιση της ευρείας χορήγησης των θεραπειών.