Ν. Χατζηπαπά (διαιτολόγος): Πάντα με ιατρικές εξετάσεις και καθοδήγηση ειδικού η διαλειμματική νηστεία (audio)
«Πάντα συστήνουμε όλα τα πρότυπα διατροφής να τηρούνται υπό κάποια παρακολούθηση. Γιατί υπάρχουν πάρα πολλές παρανοήσεις. Σίγουρα το να έχουμε πρόσβαση στο φαγητό δεν σημαίνει απεριόριστο φαγητό και σίγουρα όχι κακής ποιότητας. Το ένα αναιρεί το άλλο». Την παραπάνω επισήμανση, με αφορμή την μελέτη που έδειξε συσχέτιση της διαλειμματικής νηστείας με κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου έκανε η διαιτολόγος-διατροφολόγος, Νικολέτα Χατζηπαπά μιλώντας για το ζήτημα, στο Πρώτο Πρόγραμμα 91,6 και 105,8 και στην εκπομπή «Πρωινές Διαδρομές στο Πρώτο» με την Μαρία Γεωργίου και τον Βασίλη Αδαμόπουλο.
«Όταν προσπαθώ να χάσω κιλά δεν μπορώ να τα χάσω με αυτό τον τρόπο, πόσο μάλλον να έχω και οφέλη για την υγεία μου. Ταυτόχρονα όμως, υπάρχουν αρκετοί οι οποίοι τηρούν πρωτεϊνική διατροφή μέσα σε αυτές τις ώρες βρώσης, όπου είναι ένα ακόμα μεγάλο λάθος γιατί μπορεί να φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Θα χάσω ναι μεν βάρος, θα δω αποτέλεσμα αλλά δεν θα είναι καθαρό λίπος. Μπορεί να έχω και μυϊκό καταβολισμό και αυτό είναι κάτι που δεν το θέλουμε γιατί πραγματικά θα φέρει το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα» προσέθεσε η κ. Χατζηπαπά, σημειώνοντας πως συνήθως, σε αυτές τις περιπτώσεις οι διαιτωμένοι ξαναπαίρνουν ακόμα και διπλάσια τα κιλά που έχασαν.
«Είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο θέμα. Η συγκεκριμένη δίαιτα καταρχήν να πούμε ότι στη βιβλιογραφία, έχει ερευνηθεί μόνο σε παχύσαρκα και υπέρβαρα άτομα. Δεν υπάρχουν μελέτες για υγιή και πληθυσμό που έχει σταθερό και κανονικό βάρος. Άρα τα αποτελέσματα δεν μπορούν να γενικευτούν στον υπόλοιπο πληθυσμό» σημείωσε η κ. Χατζηπαπά.
Σε έρευνα που έκανε η ίδια και παρουσίασε τον περασμένο Οκτώβριο, στο πλαίσιο του διδακτορικού της που αφορά ακριβώς την αλλοίωση των αγγείων και τη διατροφή, ανέδειξε πως η διαλειμματική νηστεία δεν έχει τα ίδια προβαδίσματα που έχουν τα υπόλοιπα μοντέλα διατροφής σε σχέση με την καρδιαγγειακή υγεία.
«Ναι μεν χάνοντας βάρος, βελτιώνεται η αρτηριακή μας πίεση, βελτιώνεται λίγο το λιπιδαιμικό μας προφίλ γιατί μπαίνουμε στη διαδικασία να προσέξουμε τη διατροφή, από εκεί και πέρα όμως δεν έχει κάποιο σημαντικό προβάδισμα όσον αφορά την καρδιαγγειακή υγεία. Από την άλλη όμως, οι μελέτες της δίνουν ένα τρομερό προβάδισμα όσον αφορά την καύση του κοιλιακού λίπους, του σπλαχνικού» εξήγησε. «Έχω την εντύπωση ότι συνδέεται ελαφρώς με το ορμονικό κομμάτι. Μπαίνοντας στη διαδικασία να ρυθμίσουμε τις ώρες της διατροφής μας και το τι τρώμε, έτσι κι αλλιώς σε μια δίαιτα, βοηθάμε πάρα πολύ τον μεταβολισμό και το ορμονικό κομμάτι. Το λίπος, όταν αποθηκεύεται επηρεάζει πάρα πολύ την παραγωγή ορμονών. Για παράδειγμα, λιποβαρή άτομα ή άτομα με ανορεξία έχουν πολύ συχνά ορμονικά προβλήματα. Αντίστοιχα και η νοσογόνος παχυσαρκία προκαλεί ορμονικά προβλήματα» συμπλήρωσε.
«Φυσικά πάντα πρέπει να έχουμε τη συμβουλή ενός ειδικού, εννοείται με τις εξετάσεις μας. Η διαλειμματική νηστεία δεν είναι και μια πρόταση διατροφής, δίαιτας που θα δώσουμε σε κάποιον διαιτώμενο. Πάντα θέλει προσοχή, μεγάλη προσοχή. Να ξεκινήσουμε από τις 14 ώρες νηστείας και 10 ώρες φαγητού και σιγά σιγά να τις αυξάνουμε. Δεν γίνεται να προκαλέσουμε απότομα σοκ» τόνισε η κ. Χατζηπαπά.
Η διαλειμματική νηστεία έχει διαφορετικές μορφές, όπως περιέγραψε η κ. Χατζηπαπά και σε κάθε περίπτωση καταναλώνονται χωρίς περιορισμό ώρας μη θερμιδογόνα υγρά.
Η μία μορφή της, η πιο γνωστή, είναι αυτή που υπάρχουν κάποιες ώρες νηστείας και κάποιες ώρες έχουμε πρόσβαση στο φαγητό. Υπάρχουν διάφορα μοντέλα που τηρούνται. Ξεκινάνε συνήθως από το μοντέλο που τηρείται δεκατέσσερις ώρες νηστεία και δέκα ώρες πρόσβαση στο φαγητό και συνήθως σταδιακά, πάμε στις 16 και 8, 18 και 6 και 20 και 4, όπου ο μεγάλος αριθμός, ο πρώτος, δηλώνει πάντα τις ώρες της νηστείας. Αντίστοιχα πιο σπάνια βέβαια και στη βιβλιογραφία, συναντάμε και κάποια μοντέλα τήρησης της ημερήσιας νηστείας, όπου για παράδειγμα, δύο φορές την εβδομάδα ή κάθε δύο μέρες τρώμε ελάχιστες θερμίδες, γύρω στις 500.