Μελέτη: Η έκθεση σε διαφορετικά είδη μουσικής επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει τον ρυθμό ο εγκέφαλος
Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί μερικές φορές «κολλάει» ένα τραγούδι στο μυαλό σας; Μια διεθνής ομάδα επιστημόνων πιστεύει πως βρήκε την απάντηση. Ερευνητές από το MIT και το Ινστιτούτο Εμπειρικής Αισθητικής Max Planck ανακάλυψαν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την τάση να έλκεται προς ρυθμούς που αποτελούνται από απλές ακέραιες αναλογίες – για παράδειγμα, μια σειρά τεσσάρων παλμών που χωρίζονται από ίσα χρονικά διαστήματα (σχηματίζοντας μια αναλογία 1:1:1). Ωστόσο διαπίστωσαν ότι οι ιδιαιτερότητες αυτών των ρυθμών μπορεί να διαφέρουν σημαντικά μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, στοιχείο που ρίχνει φως στην περίπλοκη σχέση μεταξύ της νευρολογικής μας σύνθεσης και της μουσικής.
Η μελέτη, στην οποία συμμετείχαν άτομα από 15 χώρες, διερεύνησε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται και παράγουν ρυθμό. Αυτό σηματοδοτεί ένα πρωτοποριακό βήμα στην κατανόηση των καθολικών πτυχών της μουσικής και των παραλλαγών της παγκοσμίως.
«Η μελέτη μας παρέχει τα πιο ξεκάθαρα στοιχεία μέχρι στιγμής για την ύπαρξη ενός βαθμού καθολικότητας στη μουσική αντίληψη και γνώση, με την έννοια ότι κάθε ομάδα συμμετεχόντων φάνηκε να προτιμά τους ακέραιους αριθμούς», δήλωσε ο Νόρι Τζέικομπι, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και της ερευνητικής ομάδας στο Ινστιτούτο Εμπειρικής Αισθητικής Max Planck.
«Παρέχει επίσης μια εικόνα της παραλλαγής που μπορεί να συμβεί μεταξύ των πολιτισμών, η οποία μπορεί να είναι αρκετά σημαντική», επισήμανε.
Οι ερευνητές θεωρούν ότι η τάση του εγκεφάλου να προτιμά απλές αναλογίες μπορεί να χρησιμεύσει ως ένας φυσικός μηχανισμός διόρθωσης σφαλμάτων, βοηθώντας στη διατήρηση της μουσικής συνέπειας. Η μουσική συχνά λειτουργεί ως όχημα για τη μετάδοση πληροφοριών και αυτή η έμφυτη προκατάληψη θα μπορούσε να βοηθήσει στη διόρθωση δευτερευόντων σφαλμάτων απόδοσης, διασφαλίζοντας έτσι την ακεραιότητα της μουσικής με την πάροδο του χρόνου.
Αυτή η εκτενής μελέτη, η οποία βασίζεται σε μια μικρότερη ανάλυση που πραγματοποιήθηκε το 2017, συνέκρινε την αντίληψη του ρυθμού σε διάφορες κοινωνίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων με παραδοσιακά μουσικά μοτίβα διαφορετικά από τα δυτικά μουσικά πρότυπα. Για να συγκεντρώσει αυτό το ευρύ φάσμα δεδομένων, η ομάδα συνεργάστηκε με επιστήμονες από πάνω από δώδεκα ιδρύματα σε όλο τον κόσμο.
Οι ερευνητές ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να επαναλάβουν μια σειρά από τυχαίους ρυθμούς που είχαν ακούσει. Τα ευρήματα έδειξαν ότι όλοι οι συμμετέχοντες προτίμησαν τις απλές ακέραιες αναλογίες αλλά αυτές οι αναλογίες διέφεραν σημαντικά μεταξύ των διαφορετικών πολιτισμών. Για παράδειγμα, οι συμμετέχοντες από τη Βόρεια Αμερική και τη Δυτική Ευρώπη έδειξαν παρόμοιες προτιμήσεις, πιθανότατα λόγω της έκθεσης σε παρόμοια είδη μουσικής. Αντίθετα, οι συμμετέχοντες από την Τουρκία, το Μάλι, τη Βουλγαρία και την Μποτσουάνα προτίμησαν διαφορετικούς ρυθμούς που αντικατόπτριζαν τη δική τους μουσική κουλτούρα.
Αυτά τα αποτελέσματα υπογραμμίζουν τον ρόλο του εγκεφάλου στην αντίληψη και την παραγωγή της μουσικής, υποδεικνύοντας ότι προσαρμόζουμε διανοητικά αυτό που ακούμε ώστε να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας.
«Όταν ακούμε κάποιον που παίζει ένα μουσικό όργανο να κάνει λάθη, τα διορθώνουμε διανοητικά», εξήγησε ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Τζος ΜακΝτέρμοτ, αναπληρωτής ερευνητής στο MIT και μέλος του McGovern Institute for Brain Research and Centre for Brains, Minds, and Machines του MIT.
«Αν δεν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό και απλώς αναπαραστούσαμε πιστά αυτό που ακούγαμε, τα σφάλματα θα διαδίδονταν και θα έκαναν ακόμη πιο δύσκολη τη διατήρηση ενός μουσικού συστήματος», σημείωσε.
Εξετάζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι διαφορετικοί πολιτισμοί αντιλαμβάνονται και παράγουν ρυθμούς, η μελέτη ανοίγει νέους δρόμους για την έρευνα των πτυχών της μουσικής διαφόρων πολιτισμών, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Human Behaviour».
ΠΗΓΗ: Studyfinds