Νόσος του Crohn: Φάρμακο μειώνει την ανάγκη για χειρουργική επέμβαση
Η χορήγηση ενός ανοσοθεραπευτικού φαρμάκου αμέσως μετά τη διάγνωση της νόσου του Crohn θα μπορούσε να μειώσει δραματικά την ανάγκη για χειρουργική επέμβαση, σύμφωνα με νέα μελέτη. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της μελέτης τους υποστηρίζουν την επανεξέταση του τρόπου αντιμετώπισης της πάθησης.
Η νόσος του Crohn, που υπάγεται στην ομπρέλα των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου (IBD), είναι μια επώδυνη και αναπηρική χρόνια νόσος που χαρακτηρίζεται από εξάρσεις που μπορεί να προκαλέσουν προοδευτική βλάβη του εντέρου. Η συνήθης θεραπεία για τις οξείες εξάρσεις είναι τα στεροειδή για τη μείωση της φλεγμονής. Η προηγμένη θεραπεία, η οποία περιλαμβάνει φάρμακα ανοσοθεραπείας, συνήθως χορηγείται μόνο μετά την αποτυχία των συμβατικών θεραπειών. Ωστόσο, η χειρουργική εκτομή του εντέρου εξακολουθεί να είναι απαραίτητη στο 17% έως 25% των ασθενών εντός πέντε ετών από τη διάγνωση.
Μια ερευνητική ομάδα με επικεφαλής ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ στο Ηνωμένο Βασίλειο, εξέτασε την αποτελεσματικότητα της χορήγησης του ανοσοθεραπευτικού φαρμάκου ινφλιξιμάμπη (infliximab) το συντομότερο δυνατό μετά τη διάγνωση, ανεξάρτητα από τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων του ασθενούς.
«Από τη στιγμή που ένας ασθενής διαγιγνώσκεται με νόσο του Crohn, το ρολόι χτυπάει – και πιθανότατα χτυπάει εδώ και αρκετό καιρό – όσον αφορά τη βλάβη που θα συμβεί στο έντερο, οπότε υπάρχει ανάγκη να ξεκινήσει η προηγμένη θεραπεία, όπως το infliximab, το συντομότερο δυνατό», δήλωσε ο Νούρου Νουρ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Η ινφλιξιμάμπη είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που ενισχύει και βελτιώνει το ανοσοποιητικό σύστημα αναστέλλοντας τον παράγοντα νέκρωσης όγκων άλφα (TNF-άλφα), μια πρωτεΐνη που παράγουν τα κύτταρα κατά τη διάρκεια οξείας φλεγμονής. Το φάρμακο χορηγείται ενδοφλέβια. Εξαιτίας ανησυχιών σχετικά με το κόστος και τις παρενέργειες της ινφλιξιμάμπης – συμπεριλαμβανομένου του αυξημένου κινδύνου μόλυνσης λόγω της καταστολής του ανοσοποιητικού συστήματος – το φάρμακο χορηγείται επί του παρόντος μόνο σε ασθενείς σε προχωρημένο στάδιο της νόσου.
Στη μελέτη συμμετείχαν 386 ασθενείς ηλικίας 16 έως 80 ετών οι οποίοι είχαν διαγνωστεί με νόσο του Crohn τους προηγούμενους έξι μήνες. Σε όλους τους ασθενείς χορηγήθηκε μια αγωγή στεροειδών διάρκειας οκτώ εβδομάδων και στη συνέχεια τυχαιοποιήθηκαν σε μία από τις δύο ομάδες θεραπείας και παρακολουθήθηκαν για ένα έτος. Μια ομάδα έλαβε ινφλιξιμάμπη σε συνδυασμό με ένα φάρμακο που διαμορφώνει το ανοσοποιητικό σύστημα, ενώ η ομάδα «επιταχυνόμενης κλιμάκωσης» έλαβε συμβατική θεραπεία που επικεντρώθηκε στην αντιμετώπιση των εξάρσεων.
Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά: μετά από ένα έτος, το 79% των ασθενών της πρώτης ομάδας παρουσίασαν παρατεταμένη ύφεση χωρίς στεροειδή και χειρουργική επέμβαση, σε σύγκριση με το 15% στην ομάδα επιταχυνόμενης κλιμάκωσης. Η πρώτη ομάδα είχε λιγότερες ανεπιθύμητες παρενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των εξάρσεων της νόσου σε σχέση με τη δεύτερη ομάδα. Δέκα συμμετέχοντες από τη δεύτερη ομάδα υποβλήθηκαν σε επείγουσα χειρουργική επέμβαση στην κοιλιακή χώρα, σε σχέση με έναν συμμετέχοντα από την πρώτη ομάδα.
Τα 2/3 (67%) των ασθενών της πρώτης ομάδας δεν είχαν ορατά έλκη όταν υποβλήθηκαν σε εξέταση με ενδοσκοπική κάμερα στο τέλος της κλινικής δοκιμής. Η «ενδοσκοπική ύφεση», όπως είναι γνωστή, είναι σημαντική, καθώς σχετίζεται σταθερά με μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης μεταγενέστερων επιπλοκών της νόσου του Crohn. Οι περισσότερες προηγούμενες κλινικές δοκιμές θεωρούσαν μια θεραπεία «εξαιρετικά επιτυχημένη» εάν το 20% -30% των ασθενών επιτύγχαναν ενδοσκοπική ύφεση. Επιπλέον, οι ασθενείς στην εν λόγω ομάδα ανέφεραν υψηλότερη ποιότητα ζωής και λιγότερες νοσηλείες.
«Δείξαμε ότι με την πρώιμη θεραπεία μπορούμε να επιτύχουμε καλύτερα αποτελέσματα για τους ασθενείς από αυτά που είχαν αναφερθεί προηγουμένως» δήλωσε ο Νουρ.
Σε αντίθεση με προηγούμενες ανησυχίες, οι ερευνητές δεν διαπίστωσαν καμία διαφορά στον κίνδυνο σοβαρής λοίμωξης μεταξύ των δύο ομάδων ασθενών, γεγονός που υποδηλώνει ότι το infliximab ήταν ασφαλές.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «The Lancet: Gastroenterology & Hepatology».
ΠΗΓΗ: New Atlas