Μελέτη αποκαλύπτει ότι τα μικροπλαστικά ανιχνεύονται πλέον στον πλακούντα όλων των εγκύων

 Μελέτη αποκαλύπτει ότι τα μικροπλαστικά ανιχνεύονται πλέον στον πλακούντα όλων των εγκύων

Έχουν περάσει πάνω από τρία χρόνια από τότε που οι επιστήμονες ανίχνευσαν για πρώτη φορά μικροπλαστικά στον πλακούντα τεσσάρων εγκύων, και όπως αποδεικνύεται, αυτό ήταν μόνο η κορυφή του παγόβουνου. Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 2023, οι ερευνητές ανακοίνωσαν ότι είχαν ανιχνεύσει μικροσκοπικά πλαστικά σωματίδια στον πλακούντα 17 εγκύων. Στα τέλη του 2023, μια τοπική μελέτη στη Χαβάη ανέλυσε 30 πλακούντες που είχαν δωρηθεί μεταξύ 2006 και 2021 και διαπίστωσε ότι η πλαστική μόλυνση είχε αυξηθεί σημαντικά με την πάροδο του χρόνου.

Χρησιμοποιώντας μια νέα τεχνική, οι ερευνητές της νέας μελέτης εντόπισαν μικροσκοπικά σωματίδια και ίνες πλαστικού μεγέθους μικρότερου του ενός μικρομέτρου στο μεγαλύτερο δείγμα πλακούντων μέχρι σήμερα. Η ομάδα ανίχνευσε μικροπλαστικά και στα 62 δείγματα που μελέτησαν, με τις συγκεντρώσεις να κυμαίνονται από 6,5 έως 685 μικρογραμμάρια ανά γραμμάριο ιστού– πολύ υψηλότερες από τα επίπεδα που βρέθηκαν στην κυκλοφορία του ανθρώπινου αίματος.

Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμη ποιες είναι οι επιπτώσεις της πλαστικής ρύπανσης στην υγεία του εμβρύου ή της μητέρας. Ενώ τα μικροπλαστικά έχουν βρεθεί σε κάθε σημαντικό όργανο του ανθρώπινου σώματος, συμπεριλαμβανομένου του εγκεφάλου, είναι άγνωστο αν αυτοί οι ρύποι είναι προσωρινοί ή μόνιμοι.

«Η δόση κάνει το δηλητήριο», εξηγεί ο βιολόγος Μάθιου Κάμπεν από το Πανεπιστήμιο του Νέου Μεξικού.

«Αν η δόση συνεχίζει να ανεβαίνει, αρχίζουμε να ανησυχούμε. Αν βλέπουμε επιδράσεις στον πλακούντα, τότε όλα τα θηλαστικά του πλανήτη μπορεί να επηρεαστούν» σημείωσε ο ερευνητής.

Ο προσδιορισμός της ποσότητας των μικροπλαστικών που συσσωρεύονται στους ανθρώπινους ιστούς έχει αποδειχθεί εξαιρετικά δύσκολος, δεδομένου του μικρού μεγέθους αυτών των σωματιδίων. Εδώ και χρόνια, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναπτύξουν μια μέθοδο ανίχνευσης που θα μπορεί να ποσοτικοποιήσει τη μάζα αυτών των ρύπων και να προσδιορίσει τη συγκεκριμένη μάρκα πλαστικού. Μόνο τότε μπορεί να αξιολογηθεί σωστά ο αντίκτυπος στην υγεία.

Η νέα μελέτη χρησιμοποιεί μια νέα, υψηλής ανάλυσης τεχνική για να ανιχνεύσει τα πλαστικά στο ανθρώπινο αίμα και τους ιστούς. Αρχικά, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα από τους πλακούντες που είχαν δωρηθεί στην επιστήμη. Σε μια διαδικασία που ονομάζεται «σαπωνοποίηση», επεξεργάστηκαν χημικά τα δείγματα για να μετατρέψουν το λίπος και τις πρωτεΐνες σε ένα είδος σαπουνιού. Τοποθέτησαν τα δείγματα στη φυγόκεντρο και τα τα μικροπλαστικά συγκεντρώθηκαν στον πυθμένα του δοκιμαστικού σωλήνα. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας μια τεχνική που ονομάζεται «πυρόλυση» τοποθέτησαν το πλαστικό σφαιρίδιο σε ένα μεταλλικό κύπελλο, το θέρμαναν στους 600 βαθμούς Κελσίου, και στη συνέχεια κατέγραψαν τις εκπομπές αερίων καθώς οι διάφοροι τύποι πλαστικού καίγονταν σε συγκεκριμένες θερμοκρασίες.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι το πιο διαδεδομένο πολυμερές στον πλακούντα ήταν το πολυαιθυλένιο (PET), το οποίο χρησιμοποιείται για την κατασκευή πλαστικών σακουλών και μπουκαλιών. Αντιπροσώπευε το 54% του συνόλου των πλαστικών. Το χλωριούχο πολυβινύλιο (γνωστό ως PVC) και το νάιλον αντιπροσώπευαν το καθένα περίπου το 10% του συνόλου, ενώ το υπόλοιπο αποτελούνταν από εννέα άλλα πολυμερή.

«Αυτή η μέθοδος», υποστηρίζουν οι συγγραφείς της μελέτης, «σε συνδυασμό με κλινικά μεταδεδομένα, θα είναι καθοριστικής σημασίας για την αξιολόγηση των πιθανών επιπτώσεων των μικροπλαστικών σε δυσμενείς εκβάσεις της εγκυμοσύνης».

Μέχρι στιγμής, οι κλινικές μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις της πλαστικής ρύπανσης στην υγεία είναι ελάχιστες. Οι πρώτες έρευνες δείχνουν ότι όσο μικρότεροι είναι οι πλαστικοί ρύποι, τόσο πιο εύκολα μπορούν να εισβάλουν στα κύτταρα. Ωστόσο, είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστούν οι δυνητικά τοξικές επιδράσεις τους εξαιτίας του μικροσκοπικού τους μεγέθους.

Σε έρευνα σε μίνι μοντέλα του ανθρώπινου εντέρου, τα μικροπλαστικά εμφανίζουν δυνητικά επικίνδυνες ανοσολογικές επιδράσεις. Επιπλέον, πρώιμα πειράματα σε ποντίκια υποδηλώνουν ότι τα μικροπλαστικά και τα νανοπλαστικά έχουν «τη δυνατότητα να διαταράξουν την ανάπτυξη του εγκεφάλου του εμβρύου, γεγονός που με τη σειρά του μπορεί να προκαλέσει μη βέλτιστα νευροαναπτυξιακά αποτελέσματα».

Οι λόγοι για το ευρύ φάσμα συγκεντρώσεων μικροπλαστικών που βρέθηκαν στα ανθρώπινα όργανα, συμπεριλαμβανομένου του πλακούντα, είναι προς το παρόν άγνωστοι. Θα μπορούσε να οφείλεται σε αναλυτικό σφάλμα, ή σε «έναν συνδυασμό περιβαλλοντικών, διατροφικών, γενετικών, ηλικιακών παραγόντων της μητέρας και παραγόντων του τρόπου ζωής», σύμφωνα με τους ερευνητές.

«Ο πλακούντας δέχεται σχετικά υψηλή ροή αίματος και προσλαμβάνει πολλά θρεπτικά συστατικά από το αίμα της μητέρας, γεγονός που τον κάνει πιο εκτεθειμένο- ο βαθμός στον οποίο η ρύπανση από νανοπλαστικά και μικροπλαστικά μπορεί να μεταφερθεί μέσω του πολύπλοκου φραγμού του πλακούντα, είτε παθητικά είτε ενεργά, απαιτεί περαιτέρω διερεύνηση», καταλήγουν οι ερευνητές.

Η μελέτη δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Toxicological Sciences».

ΠΗΓΗ: Science Alert, UNM

Related post